Ο,τι απέμεινε, ως ανεπιθύμητη κληρονομιά στην Ελλάδα, από τη μαύρη περίοδο του καθεστώτος του Κώστα Σημίτη είναι το όνειδος των Ιμίων. Η υποστολή της σημαίας, η ατιμωτική δήλωση ευχαριστιών προς τους Αμερικανούς από το βήμα της Βουλής και το γκριζάρισμα του Αιγαίου στοιχειώνουν ακόμα και σήμερα την ελληνική εσωτερική και, κυρίως, την εξωτερική πολιτική.
Όλοι απεύχονται την επανάληψη μιας άτακτης υποχώρησης και ντροπής, όπως στα Ιμια. Υπάρχει, ωστόσο, η ανάγκη να επισημανθεί ότι μια τόσο μεγάλη εθνική «αβαρία» μπορεί να γίνει με μη θεαματικό, αλλά ουσιαστικό τρόπο. Δηλαδή, με την απεμπόληση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων δίχως το οδυνηρό συναίσθημα που προκαλεί η είδηση της υποστολής της σημαίας μας.
Η «δημοκρατία» κρίνει σκόπιμο να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, διότι έχουν διαμορφωθεί συνθήκες επανάληψης των Ιμίων – κυρίως με την ύπουλη διατύπωση ότι «η Ελλάδα δεν συζητά με το όπλο στο τραπέζι».
Τα εθνικά δίκαια της πατρίδας μας δεν συζητιούνται υπό καμία συνθήκη και περίσταση. Είτε υπάρχει όπλο στο τραπέζι είτε όχι, είναι προδοσία να κουβεντιάζουμε με ξένη χώρα τι θα της δώσουμε από τα δικά μας – μια και η Ελλάδα έχει πέσει θύμα του παπανδρεϊκού δόγματος ότι «δεν διεκδικούμε τίποτε».
Εφόσον η μερίδα του πολιτικού κόσμου της χώρας μας, που καθορίζει την εξωτερική πολιτική, δεν έχει το τσαγανό να διεκδικήσει την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και να εγείρει τις αξιώσεις που πρέπει να έχουμε έναντι της Τουρκίας, πώς είναι δυνατόν να δηλώνουν ότι μπορούν να συζητήσουν αν δεν βρίσκονται υπό το καθεστώς απειλής;
Η περίοδος που περνάμε είναι επικίνδυνη και θυμίζει δυσάρεστα -σε κάποια σημεία- το 1974. Η Αμερική έχει αποτραβηχτεί από την περιοχή, έχει το βλέμμα της στραμμένο στο εσωτερικό και η τελευταία τοποθέτησή της για «αμφισβητούμενα ύδατα» είναι εξόφθαλμα φιλοτουρκική. Ταυτόχρονα, η Τουρκία προσπαθεί να επεκταθεί, ποντάροντας στην ευμενή για εκείνη ουδετερότητα των μεγάλων δυνάμεων, και η Ελλάδα είναι δίχως ουσιαστική στήριξη από κανέναν, πλην της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οπως πάντα…