Η αδιαφάνεια στη διαχείριση του υστερήματος του ελληνικού λαού πρέπει να αποτελεί σπάνια και θλιβερή εξαίρεση στον δημόσιο βίο. Ομως, στην πατρίδα μας τείνει να γίνει κανόνας! Ειδικά η υπόθεση της διανομής των κονδυλίων για την επικοινωνιακή καμπάνια «Μένουμε σπίτι» όζει και μπάζει από παντού.
Δόθηκαν χρήματα σε ανυπόληπτα ιστολόγια, που στήθηκαν άρον άρον για να εισπράξουν το κρατικό παραδάκι, σε «μιντιακές» επιχειρήσεις δίχως υπαλλήλους, σε φίλους και κολλητούς – με προφάσεις γελοίες.
Όπως έγραψε σχετικά η «δημοκρατία» σε ρεπορτάζ της, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας «ισχυρίστηκε ότι, αν και στην επιλογή δεν υπήρχαν… πολιτικές σκοπιμότητες, ο τρόπος με τον οποίο αξιολογούσαν τα μέσα ενημέρωσης την απειλή του κορονοϊού ή την αποτελεσματικότητα της καραντίνας έπαιξε ρόλο για να μη… συγχυστούν οι αναγνώστες τους. Η φασίζουσα αυτή λογική του κ. Πέτσα, που διαχωρίζει την ενημέρωση των πολιτών της χώρας ανάλογα με το πώς τα ΜΜΕ από τα οποία ενημερώνονται οι πολίτες αντιμετώπισαν μια συγκεκριμένη πλευρά της κυβερνητικής πολιτικής, εγείρει ερωτήματα, τα οποία χρήζουν απάντησης. Ειδικά αφού τα μέτρα της κυβέρνησης αφορούσαν όλους τους πολίτες, και όχι μόνον αυτούς που παρακολουθούσαν τα μέσα, τα οποία αρέσκονται να ευαγγελίζουν κάθε κίνηση της κυβέρνησης».
Το ζήτημα, βέβαια, δεν είναι μόνο δεοντολογικό. Είναι και πρακτικό, με πιθανές νομικές διαστάσεις. Ποιος έκρινε και με ποια εργαλεία ποιο ΜΜΕ έγραφε τα… σωστά για τον κορονοϊό; Με βάση ποια συγκεκριμένα κριτήρια και ποια αρμόδια κρατικά όργανα υπέγραφαν τις εντολές να δίνονται τα κονδύλια για την επικοινωνιακή καμπάνια «Μένουμε σπίτι»; Πότε θα δοθεί πλήρης κατάλογος με τα ΜΜΕ και τα ποσά που έλαβαν;
Μερικοί κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για τα πεπραγμένα τους. Το δημόσιο ταμείο δεν είναι… τσέπη των πολιτικών. Για κάθε ευρώ που δαπανάται πρέπει να υπάρχει λόγος και η διαδικασία να είναι διαφανής και νόμιμη. Δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται σαν χαρτοπόλεμος το δημόσιο χρήμα.