Η ψήφος των Ελλήνων της διασποράς αλλά και των συμπολιτών μας που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης φαίνεται να διχάζει το πολιτικό σκηνικό. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όπως διαφαίνεται από δηλώσεις στελεχών της, όπως ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος που μίλησε σχετικά με την ψήφο ξενιτεμένων και ομογενών σε συνέντευξή του, δείχνει ότι σκοπεύει να δρομολογήσει μια λύση για το θέμα.
Η αξιωματική, ιδεολογική θέση είναι σωστή: Οι Ελληνες πρέπει να δύνανται να συμμετέχουν στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Η αντίθεση στην κυβερνητική θέση εκφράζεται με τη μορφή ερώτησης: Ποιοι Ελληνες απ’ όλους;
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος είναι φανατικά υπέρ της ψήφου των αλλοδαπών, αλλά δυσφορεί με την ψήφο των ομογενών) λέγεται ότι επιχειρείται η «αλλοίωση» της λαϊκής βούλησης και ότι θα προστεθούν -άγνωστο με ποια κριτήρια- στους εκλογικούς καταλόγους εκατοντάδες χιλιάδες ονόματα προσώπων που έχουν από ανύπαρκτες έως πολύ «χαλαρές» και «ευκαιριακές» σχέσεις με τη χώρα μας.
Το ζήτημα είναι σαφές, αν και σύνθετο. Οι εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες που έχουν μεταναστεύσει από τη χώρα τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης πρέπει να έχουν τη δυνατότητα της άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος. Αφού είχαν δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι δεν μπορεί να συζητηθεί αν πρέπει να τα διατηρήσουν.
Το μόνο που πρέπει να ρυθμιστεί είναι το τεχνικό θέμα. Πώς θα γίνεται η διαδικασία της επιστολικής ψήφου με ταυτόχρονη διασφάλιση των δυνατοτήτων ελέγχου του αποτελέσματος, αλλά και της μυστικότητας της επιστολικής ψήφου.
Για το άλλο, όμως, πολύπλοκο κεφάλαιο της υπόθεσης -εκείνο της ψήφου των Ελλήνων της διασποράς που δεν συνδέονται με άμεσο τρόπο με το ελληνικό κράτος- πρέπει να γίνει εξαντλητικός διάλογος ανάμεσα στα κόμματα και οι όποιες αποφάσεις να ληφθούν συναινετικά.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει ένα από τα ισχυρότερα όπλα που διαθέτει το έθνος μας, η ομογένειά μας, να ακυρωθεί λόγω του διχασμού που προκαλούν οι μικροκομματικοί ανταγωνισμοί.