Η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου κινείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και το κόστος του ελληνικού δανεισμού κινείται καθοδικά. Αυτό σημαίνει ότι οι λεγόμενες «αγορές», οι οποίες ουσιαστικά είναι ο κόσμος του… χρήματος (και οι υγιείς επενδυτές αλλά και οι κερδοσκόποι), βλέπουν θετικά τις πρόσφατες εξελίξεις στην πατρίδα μας και οι αναλύσεις τους δείχνουν χαμηλότερο ρίσκο για τις τοποθετήσεις τους σε ελληνικά χρεόγραφα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε κάθε οικονομία που σταθεροποιείται και δείχνει να βγαίνει από το ναρκοπέδιο μιας πιθανής χρεοκοπίας.
Επίσης, η πτώση στις αποδόσεις του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου αποτελεί και μια μορφή πολιτικής δήλωσης από την πλευρά των επενδυτών. Ούτε εδώ σημειώνεται κάτι πρωτοφανές. Αναμφίβολα, είναι λογικό να προτιμάται μια κυβέρνηση με φιλελεύθερο πρόσημο από μια άλλη, η οποία απέδειξε ότι κινείτο κάπου ανάμεσα σε αριστερίστικες ιδεοληψίες και σε… διάφορες αυταπάτες.
Ωστόσο, η θετική τροπή που παίρνουν τα πράγματα πρέπει να διατηρηθεί και να γίνει ακόμα πιο εμφανής. Ενας από τους τρόπους να βελτιωθούν και η εικόνα αλλά και η χειροπιαστή πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι η αντιμετώπιση του χρέους.
Το ελληνικό χρέος, παρά τους κόπους, τις θυσίες και τις «αβαρίες» που υπέστησαν και ο λαός και το κράτος, παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη και βαίνει αυξανόμενο!
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, το ελληνικό χρέος στο πρώτο τρίμηνο του 2019 έφτασε το 181,9% του ΑΕΠ (337,406 δισ. ευρώ). Το προηγούμενο τρίμηνο ήταν στο 181,1% ή 334,573 δισ., ενώ πριν από έναν χρόνο ήταν 177,9% ή 322,579 δισ. ευρώ – και όλα αυτά παρά τους ποταμούς αίματος και δακρύων που έχουν χυθεί από τους
Ελληνες κατά τη διάρκεια των «μαύρων» ετών της κρίσης.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αν δεν αντιμετωπιστεί σοβαρά και με στρατηγικό τρόπο ο Μολώχ του χρέους, θα ξαναζήσουμε τα ίδια και χειρότερα.
Αυτό το λένε τα ίδια τα νούμερα, τα οποία δεν ψεύδονται…