Βρισκόμαστε σε μια χώρα που σταδιακά μετατρέπεται σε χώρο. Ο πληθυσμός μειώνεται, οι γηγενείς μεταναστεύουν στο εξωτερικό κι όσοι μένουν εδώ κάνουν όλο και λιγότερα παιδιά. Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις για το δημογραφικό πρόβλημα, προκύπτει ότι οι ελληνικές οικογένειες «κάνουν λιγότερα παιδιά και τα κάνουν πιο αργά».
Οπως αναφέρεται στα σχετικά στοιχεία, «το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας ήταν 1,38 (ένας από τους χαμηλότερους στον κόσμο)». Στις μέρες μας ο μέσος όρος της ηλικίας τεκνοποίησης των Ελληνίδων στο πρώτο παιδί είναι τα 30,3 έτη (αυτό ισχύει για το 2016, ενώ ήταν 28,8 το 2008).
Ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι τα 29 έτη. Επιπλέον, οι γεννήσεις ανά έτος έχουν πέσει κάτω από τις 100.000, σχεδόν το ένα τέταρτο των γεννήσεων πραγματοποιείται από γυναίκες 35-39 ετών και αυξάνονται η μέση ηλικία του πρώτου γάμου και ο αριθμός των διαζυγίων.
Η οικονομική κρίση έχει επιτείνει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το έθνος μας ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ωστόσο, η ρίζα του κακού δεν είναι τα χρήματα. Οι υλικοί πόροι δημιουργούνται και καταστρέφονται από τους ανθρώπους. Η δημιουργία και η καταστροφή, η ακμή και η παρακμή, η άνθηση και ο μαρασμός των πολιτισμών είναι απότοκα του πνευματικού ισοζυγίου.
Η Δύση -και η Ελλάδα σ’ αυτό το πολιτισμικό σύνολο περιλαμβάνεται- αντιμετωπίζει το πρόβλημα της υπογεννητικότητας διότι έχει υιοθετήσει και υπηρετεί μια σειρά από στρεβλές αξίες. Το άτομο προηγείται του συνόλου, η απόλαυση και το βόλεμα υπερίσχυσαν του καθήκοντος, την τρυφή του υλισμού ακολούθησε η απελπισία του μηδενισμού.
Η πίστη στον Θεό χλευάζεται, η οικογένεια θεωρείται βάρος, στη δημόσια σφαίρα κυριάρχησαν τα νεομαρξικά δόγματα του ατομισμού και του λεγόμενου «δικαιωματισμού», ενώ απορρίπτεται η παράδοση (στην οποία οφείλεται και η υπό αμφισβήτηση ηγεμονία του δυτικού κόσμου).
Απλά τα πράγματα: για να επιβιώσουμε, πρέπει να σταθούμε ακλόνητοι στα βιώματα και τα νάματα της παράδοσης και της πίστεώς μας.