Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος βρέθηκε απέναντι στον ομόλογό του σε μια εξαιρετικά ιδιαίτερη και δύσκολη ιστορική συγκυρία. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εκ πρώτης όψεως, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στη χώρα του. Εχει οδηγήσει την Τουρκία από το ΔΝΤ στο G20 και από το περιθώριο στο προσκήνιο των εξελίξεων. Το τελευταίο δεν είναι πάντοτε κάτι θετικό.
Οπως και να έχει, ο Ερντογάν ελέγχει την κυβέρνηση, καθορίζει τις εξελίξεις στην οικονομία, ορίζει ποιος μεταδίδει και τι στα ΜΜΕ, επιβλέπει και μεταβάλλει κατά το δοκούν το καθηγητικό προσωπικό στα πανεπιστήμια, απολύει χωρίς πολλές δικαιολογίες και δαιδαλώδη σκεπτικά δημοσίους υπαλλήλους, στρατιωτικούς, αστυνομικούς, φυλακίζει αντιφρονούντες.
Με λίγα λόγια, εντός Τουρκίας είναι… σουλτάνος με δημοκρατικό επίχρισμα. Εκτός Τουρκίας, όμως, είναι καλοδεχούμενος και δημοφιλής μόνο σε τμήμα του τρίτου κόσμου. Από τη Δύση έχει απομακρυνθεί και με τη Ρωσία έχει αναπτύξει λυκοφιλία εκτάκτου ανάγκης, και -καθώς δείχνουν τα πράγματα- περιορισμένου χρονικού ορίζοντα.
Μία από τις διεξόδους που του απομένουν για την παραγωγή εντυπώσεων στο εσωτερικό του, αλλά και για νίκες ουσίας, αν εισακουστεί στις απαιτήσεις του, είναι τα ελληνοτουρκικά. Γι’ αυτό και ήρθε εδώ με την αλαζονεία του ισχυρού και ζήτησε «γην και ύδωρ», πριν καν πατήσει το πόδι του στην Αθήνα. Ζήτησε αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης σε τηλεοπτική συνέντευξη!
Ευτυχώς, ο Ερντογάν βρήκε απέναντί του όχι έναν διακοσμητικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως ίσως θα περίμενε, αλλά έναν γνήσιο εκπρόσωπο και υπερασπιστή των ελληνικών εθνικών συμφερόντων και βαθύ γνώστη του Διεθνούς Δικαίου. Ο κ. Παυλόπουλος μίλησε ευθέως, με συγκροτημένα επιχειρήματα, με γενναιότητα και άκαμπτο πατριωτικό φρόνημα στον Τούρκο ομόλογό του, ο οποίος είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι μπορεί να θεωρεί την Ελλάδα τσιφλίκι του ή επαρχία της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που επιθυμεί να δημιουργήσει.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, με τη στάση του, προσέφερε σπουδαία υπηρεσία στην πατρίδα.