Το μεγαλύτερο ατόπημα της κυβέρνησης είναι η δήλωση του υπουργού Επικρατείας Ν. Παππά, την οποία επανέλαβε και ο πρωθυπουργός, ότι οι τηλεοπτικές πανελλαδικής εμβέλειας άδειες θα δοθούν σε όποιους προσφέρουν τα περισσότερα χρήματα. Αρκούν δηλαδή τα χρήματα; Κι αν τα δώσει έμπορος ναρκωτικών; Αν πλειοδοτήσει οργάνωση που υποστηρίζει το Ισλαμικό Κράτος; Αν τα χρήματα προέρχονται από τα αποθεματικά της σικελικής Μαφίας;
Αν ήταν τόσο απλό το θέμα και αρκούσαν τα χρήματα, τότε όλοι όσοι διαθέτουν κεφάλαια θα είχαν ιδρύσει τραπεζικά ιδρύματα. Κι όμως, δεν μπορούν όλοι οι «έχοντες» να ιδρύουν τράπεζες. Οι προϋποθέσεις γι’ αυτήν τη διαδικασία, όπως ορίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι αυστηρές, και σχετίζονται και με τα ηθικά χαρακτηριστικά και με την επάρκεια όλων όσοι θα διοικήσουν την τράπεζα.
Η παροχή άδειας, από το κράτος σε ιδιώτη, να εκπέμπει τηλεοπτικό πρόγραμμα ισοδυναμεί με μεταβίβαση ισχύος μεγαλύτερης από εκείνη που διαθέτει υπουργός. Αν «μεταφράσουμε» πολιτικά τις δυνατότητες οποιουδήποτε καναλάρχη με πανελλαδική άδεια, θα διαπιστώσουμε ότι έχει αρμοδιότητες που εμπίπτουν -ενδεικτικά αναφέρουμε- στα χαρτοφυλάκια των υπουργείων Παιδείας, Πολιτισμού, Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Δημόσιας Τάξης, Εθνικής Αμυνας αλλά και Υγείας.
Ο προσωπικός πολιτισμός και το ήθος το οποίο διακρίνει τους βασικούς μετόχους των τηλεοπτικών σταθμών διαχέεται στην κοινωνία και εν πολλοίς καθορίζει αυτό που αποκαλείται «κυρίαρχη άποψη». Γι’ αυτό οι πολίτες δικαιούνται να ενημερωθούν ποιοι είναι εκείνοι που διεκδικούν τα πανίσχυρα εργαλεία διαμόρφωσης της Κοινής Γνώμης. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να φανεί επαρκής ή πειστική για την καταλληλότητα ενός υποψηφίου μια εγγυητική επιστολή…
Η «δημοκρατία» προτείνει άπαντες οι ενδιαφερόμενοι να υποχρεωθούν να παρουσιαστούν αυτοπροσώπως σε ειδική επιτροπή του Κοινοβουλίου και να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις των βουλευτών των κομμάτων, οι οποίοι θα στελεχώνουν την επιτροπή, ενώ η διαδικασία θα πρέπει να μεταδίδεται ζωντανά από το κανάλι της Βουλής. Θα πρέπει π.χ. να ενημερώσουν για τις νόρμες που θα ακολουθήσουν στο πρόγραμμά τους, για τα στελέχη, ιδιαίτερα τα δημοσιογραφικά, με τα οποία προτίθενται να επανδρώσουν τους σταθμούς τους κ.λπ. Και αν αυτό μοιάζει πιο απλό στους λειτουργούντες σταθμούς οι οποίοι έχουν ήδη δώσει δείγματα γραφής, φαντάζει πιο δύσκολο σε επιχειρηματίες που πρωτοεμφανίζονται στον διαγωνισμό. Και βέβαια οι τελευταίοι θα πρέπει να μας πείσουν και για τον σκοπό για τον οποίο θέλουν να εισέλθουν στον δύσκολο τηλεοπτικό στίβο. Γιατί το μόνο βέβαιον είναι πως για τους υπάρχοντες τηλεοπτικούς σταθμούς η επιθυμία να διασωθεί η επένδυσή τους και ό,τι σημαίνει αυτό είναι απολύτως κατανοητή. Για τους νέους όμως τα ερωτήματα είναι πολλά και βάσιμα!
Το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους, το οποίο φιλοδοξούν να επηρεάσουν οι υποψήφιοι καναλάρχες, δεν μπορεί να προαποφασίζεται ερήμην των πολιτών η έστω των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους.