Οσα παιδιά δεν μπορούν οι γονείς τους να τα γράψουν σε ολοήμερο σχολείο, επειδή δεν εργάζονται -και η υπουργική απόφαση Φίλη ορίζει ότι θα εγγράφονται και θα φοιτούν μόνο οι μαθητές των οποίων και οι δύο γονείς είναι εργαζόμενοι (προσκομίζοντας και τη σχετική βεβαίωση του φορέα εργασίας τους)- ας εγγραφούν σε ιδιωτικά.
Κι όσοι μαθητές ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές και δεν θα δικαιούνται πια δωρεάν μεταφορά (επειδή το υπουργείο Παιδείας αυστηροποιεί τις σχετικές διατάξεις, όπως έγραψε η «δημοκρατία») ας πάνε στο σχολείο τους με τη λιμουζίνα και τον οδηγό τους. Αυτές οι δύο εναλλακτικές λύσεις είναι, φυσικά, ουτοπικές.
Η νοοτροπία του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη και οι αποφάσεις που καθορίζουν την πολιτική της κυβέρνησης της Αριστεράς παραπέμπουν στη φράση «ας φάνε παντεσπάνι», που αποδίδεται στη Μαρία Αντουανέτα. Υποτίθεται ότι έτσι απάντησε, όταν της είπαν ότι ο λαός δεν έχει ψωμί. Η ιστορική έρευνα δεν έχει κατορθώσει να αποδείξει ότι όντως είπε κάτι τέτοιο η τελευταία βασίλισσα της Γαλλίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν είπε αυτή την αθλιότητα δεν είχε καμιά σημασία για εκείνους οι οποίοι την αποκεφάλισαν. Οταν γίνονται επαναστάσεις και αιματηρές εξεγέρσεις, δεν υπάρχουν ούτε χρόνος ούτε διάθεση για λεπτολογίες και μεγάλη ακρίβεια στην εξέταση των στοιχείων ενοχής και των τεκμηρίων αθωότητας. Ολα γίνονται γρήγορα, άτσαλα και απρογραμμάτιστα.
Το σνομπ πνεύμα και η ανύπαρκτη κοινωνική ευαισθησία που χαρακτηρίζουν το «ας φάνε παντεσπάνι» δεν τελείωσε με την Αντουανέτα και τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’. Είναι αγέραστη μόδα στις εξουσιαστικές «πασαρέλες». Εχει στοιχειώσει τους αιώνες που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση. Και οι δημοκρατίες πάσχουν από την αναλγησία την οποία επιδεικνύουν εκείνοι που πληρώνονται αδρά για να νομοθετούν για λογαριασμό όσων δεν έχουν χρήματα.
Λησμονούν ότι έχουν να κάνουν με ανθρώπους οι οποίοι έχουν ανάγκη και το τελευταίο ευρώ. Αναπαύονται στις υπουργικές πολυθρόνες τους και ενθουσιάζονται με τα συγχαρητήρια που ακούνε από τους εκάστοτε «αυλικούς».
Τα πολιτεύματα αλλάζουν, η εξουσία όχι.