Η υπόθεση της «λίστας Λαγκάρντ» είναι πολύ πιο καυτή και κρίσιμη για τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα απ’ όσο μπορεί να φανταστεί ακόμα και ο πιο καχύποπτος Ελληνας.
Δεν εξηγείται διαφορετικά αυτή η αδυσώπητη μάχη παρασκηνίου που διεξάγεται από την πρώτη κιόλας ημέρα της παραλαβής της από το ελληνικό κράτος.
Τώρα που η μεγάλη… περιπέτεια οδεύει στο τέλος της αρχής της, οι αντιστάσεις των ανησυχούντων εμπλεκομένων κλιμακώνονται. Με πρόσχημα μια περί νόμου ερμηνεία, όσοι λερώθηκαν από την πολυετή παρουσία τους στον υπόνομο, όπου ρέει το δυσώδες, μαύρο και βρόμικο πολιτικό χρήμα, προσπαθούν να «απονευρώσουν» τους παράγοντες της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, που επιθυμούν να βρουν την αλήθεια και να τη φέρουν σε κοινή θέα.
Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί ότι για τη «λίστα Λαγκάρντ» γίνεται και μια εξίσου σφοδρή μάχη στο προσκήνιο του δημόσιου βίου.
Το έπαθλο του νικητή είναι η αξιοποίηση ή μη της τροπολογίας που επιτρέπει στους δικαστές και στους εισαγγελείς, στα οικονομικά και στα εγκλήματα διαφθοράς, να λαμβάνουν υπόψη ακόμη και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν έχουν συλλεχθεί με νόμιμο τρόπο.
Ο Βαγγέλης Βενιζέλος ήταν ο πρώτος πολιτικός της απελθούσας συγκυβέρνησης που έσπευσε, με έκδηλη την αγωνία του, να καταγγείλει από το βήμα της Βουλής (στη συζήτηση για το σύμφωνο συμβίωσης) τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο για την επίμαχη τροπολογία.
Επίσης, όπως ανέφερε η «δημοκρατία» σε σχετικό άρθρο, εναντίον της τροπολογίας έχει ταχθεί ο πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδος Κωνσταντίνος Τζαβέλλας και ο γενικός γραμματέας της Δημήτριος Ζημιανίτης.
Υπέρ της έχει ταχθεί η συντριπτική πλειονότητα των μελών του Δ.Σ. της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου αλλά και η κοινή λογική. Δεν μπορεί το κράτος να συγκαλύπτει κακουργήματα εναντίον του λαού και της πατρίδας.
Τώρα πια που υπάρχουν η θέληση και τα νομικά εργαλεία, ας γίνουν τα προβλεπόμενα…