Οταν μια συζήτηση ξεκινά με αξιωματικές παραδοχές δίχως να γίνεται λογική επεξεργασία των λεγομένων, τότε λίγο απέχει από το να αποτελέσει σκηνή για το θέατρο του παραλόγου. Από τις πρώτες ημέρες της υπαγωγής της πατρίδας μας στη δικαιοδοσία της τρόικας οι Ελληνες βομβαρδίζονται με συνθήματα που δεν ανταποκρίνονται στη λογική, αλλά αναπαράγουν στερεότυπα. Τα περισσότερα εξ αυτών εκπέμπονται σε ζεύγη και είναι αντιδιασταλτικά: η Γερμανία είναι η ατμομηχανή της Ευρώπης και η Ελλάδα πρόβλημά της. Οι Γερμανοί είναι σάρκα από τη σάρκα της Δύσης και οι Ελληνες μεταιχμιακοί τύποι, που κλίνουν περισσότερο στην Ανατολή. Η Γερμανία είναι Ευρώπη, η Ελλάδα όχι.
Τα προαναφερθέντα έχουν ειπωθεί με όλους τους πιθανούς και απίθανους συνδυασμούς. Ορισμένες πηγές εκφράζουν τα παραπάνω με υποκριτική θλίψη (για τους μη εκσυγχρονισθέντες Ελληνες) και συγκρατημένο θαυμασμό (για τους Γερμανούς). Αλλοι δεν κρύβονται καθόλου. Εκδηλώνουν την απαρέσκειά τους στην Ελλάδα απερίφραστα και κοιτούν προς το Βερολίνο με τη δουλοπρέπεια του υποτακτικού.
Ακόμα και η κακή πρόθεση θα τους συγχωρούνταν, αν στα προηγούμενα υπήρχε βάση αλήθειας. Ομως, δεν υπάρχει και δεν έχει υπάρξει έως σήμερα καθ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας των δύο εθνών στο αδιάψευστο εργαστήριο της ιστορικής εξέλιξης. Η Γερμανία δεν έχει και τόσο πολλά ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά σε σχέση με όσα της αποδίδονται.
Πρώτα απ’ όλα, αυτό που αποκαλείται «ευρωπαϊκό πνεύμα» είναι μια κοινωνική συμφωνία στηριγμένη στην ελληνική φιλοσοφία, στο ρωμαϊκό δίκαιο και στη χριστιανική αλληλεγγύη. Η Γερμανία, έχοντας στο παθητικό της δύο παγκόσμιους πολέμους μέσα σ’ έναν αιώνα, δεν έχει αποδείξει ότι σέβεται και τόσο πολύ αυτό το αξιακό τρίπτυχο. Η αποθέωση της ύλης, η ενοχοποίηση της έννοιας του χρέους, η περιφρόνηση της φτώχειας και η αντιμετώπιση της οικονομικής ζωής με θρησκευτικούς, προτεσταντικούς όρους δεν είναι δα και απόλυτα ευρωπαϊκή κοσμοθέαση.
Η Γερμανία δεν μπορεί, επίσης, να θεωρείται κυρίαρχος άξονας του ευρωπαϊκού πολιτισμού για έναν τόσο θεωρητικό όσο και πρακτικό λόγο. Η γλώσσα της ουδέποτε υπήρξε παγκόσμια – σε αντίθεση με την αρχαία ελληνική, τα λατινικά, τη γαλλική και, φυσικά, την αγγλική. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ισπανική είναι η επίσημη γλώσσα 20 κρατών και ομιλείται από περίπου μισό δισεκατομμύριο ανθρώπους, ενώ τα γερμανικά ομιλούνται από περίπου 90 εκατομμύρια.
Ούτε μπορεί οποιοσδήποτε να ισχυριστεί ότι οι τεχνοκρατικές επιδόσεις, η βιομηχανία και η σχεδόν ενστικτώδης βλοσυρότητα και η τιμωρητική διάθεση προς τους «ατάκτους» συνιστούν την πεμπτουσία του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Οπότε, καλό θα είναι να μην αναλαμβάνουν τον ρόλο των εκπροσώπων της Ευρώπης οι Γερμανοί αξιωματούχοι. Δεν είναι.