Ο κ. Βαλυράκης ήταν πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής που είχε συσταθεί για να διερευνήσει την υπόθεση Siemens, επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου. Οπως γράφτηκε στην εφημερίδα μας, ο κ. Βαλυράκης έστειλε επιστολή με παραλήπτες «τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και την πρόεδρο της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου» και ζητά από την «κυβέρνηση, τη Δικαιοσύνη και τη Βουλή να συνεχίσουν τη διερεύνηση και να εκκαθαρίσουν το σκάνδαλο».
Η πιο ορθή επισήμανση που κάνει ο κ. Βαλυράκης στην επιστολή του είναι η ακόλουθη: «Δικάζονται μόνο διοικητικά και υπηρεσιακά στελέχη του σκανδάλου Siemens, και καθόλου πολιτικά πρόσωπα».
Η… παράλειψη της απονομής δικαιοσύνης στο πολιτικό σκέλος αυτής της υπόθεσης είναι ομολογουμένως πιο σκανδαλώδης και από το ίδιο το σκάνδαλο. Λες και τα στελέχη του ΟΤΕ, που λειτουργούσαν με βάση πολιτικές εντολές τις οποίες δέχονταν από την εκάστοτε κυβέρνηση, κατόρθωσαν να ξεγελάσουν τους πάντες και να χρηματιστούν μόνο εκείνοι από τη Siemens.
Είναι αυταπόδεικτο ότι ο κ. Βαλυράκης έχει απόλυτο δίκιο στο αίτημά του να ξεκαθαρίσει το τοπίο στην υπόθεση, η οποία επηρέασε έντονα και επί πολύ καιρό τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Η Siemens, όσο κι αν προβάλλει τον χαρακτήρα της πολυεθνικής επιχείρησης και της απρόσωπης Ανωνύμου Εταιρίας, είναι μια αμιγώς γερμανική βιομηχανία.
Οπως έχει αποδείξει και η μεταχείριση του φυγά Χριστοφοράκου από το γερμανικό κράτος, η Siemens είναι ένα εργαλείο επιβολής της θέλησης των Γερμανών στα άλλα κράτη. Η Siemens αποτέλεσε τον επιχειρηματικό βραχίονα της εκστρατείας για τον εκγερμανισμό της Ευρώπης – με οποιοδήποτε μέσο έκριναν πρόσφορο τα υψηλόβαθμα στελέχη της, δηλαδή τον χρηματισμό, τις υποσχέσεις και τις διάφορες «εξυπηρετήσεις».
Οι πολιτικοί που έλαβαν έστω και ένα ευρώ από τους Γερμανούς πρέπει να οδηγηθούν στη φυλακή, δίχως κανένα ελαφρυντικό. Μόνο αν ανοίξει ξανά ο φάκελος Siemens θα μπορέσουν οι Ελληνες να ξεφορτωθούν τους προδότες, που εκποίησαν τη συνείδηση και τη χώρα τους στους Γερμανούς έναντι χρηματικού ή οποιουδήποτε άλλου αντιτίμου.