«Πρέπει να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας. Ηταν ζήτημα τιμής. Πρέπει να αναγνωρίζουμε πότε τα πράγματα δεν έχουν εξεταστεί σε βάθος. […] Χρησιμοποιήθηκαν λάθος πολλαπλασιαστές. Το σφάλμα οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπολογίστηκαν ορθά σε σχέση με την έκταση της οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα οι επιπτώσεις των περιοριστικών οικονομικών πολιτικών που εφαρμόσθηκαν όχι μόνο στην ίδια αλλά και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης». Αυτά δήλωσε η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, σε ομιλία της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στις Βρυξέλλες. Ως εδώ η κυρία Λαγκάρντ μπορεί να αισθάνεται καλά με τον εαυτό της επειδή ανταποκρίνεται στο «ζήτημα τιμής» της αναγνώρισης ενός λάθους, αλλά στη συνέχεια δείχνει -και εκείνη και ο οργανισμός που εκπροσωπεί- αμετανόητη. Είπε ότι ακόμη και αν το ένα «λάθος» είχε εντοπισθεί εγκαίρως οι συστάσεις οικονομικής πολιτικής του ΔΝΤ προς την πατρίδα μας θα ήταν οι ίδιες, αλλά θα απλώνονταν σε βάθος χρόνου. Με λίγα λόγια, τον ίδιο θάνατο θα επιφύλασσαν για εμάς, αλλά κάπως πιο αργό.
Φυσικά, στα εκατομμύρια των Ελλήνων που υπέστησαν τα επίχειρα των επιλογών της τρόικας,το να αναγνωρίζει η κυρία Λαγκάρντ ένα «λάθος» δεν σημαίνει κάτι. Ούτε μπορεί η παραδοχή της να αναστήσει τις χιλιάδες των απεγνωσμένων που αυτοκτόνησαν και τους δεκάδες χιλιάδες που πέθαναν αβοήθητοι (εντός ή εκτός νοσοκομείων) επειδή δεν είχαν χρήματα.
Ούτε οι άστεγοι που λιμοκτονούν θα βρουν ένα πιάτο φαγητό και μια ζεστή γωνιά να «κουρνιάσουν», επειδή μια χρυσοπληρωμένη γραφειοκράτισσα κάνει την… αυτοκριτική της.
Η κυρία Λαγκάρντ εκπροσωπεί μια τράπεζα, έναν πιστωτικό οργανισμό, ο οποίος δεν κάνει αυτοκριτική αλλά πρέπει να αναγνωρίζει τα λάθη του έμπρακτα: πληρώνοντας αποζημιώσεις σε όσους έβλαψε. Και η κυβέρνηση της χώρας οφείλει να μην αρκείται σε συγγνώμες. Οφείλει να στείλει στη Δικαιοσύνη εκείνους που εξαθλίωσαν τον λαό μας και υποθήκευσαν το μέλλον μας. Ολα τα άλλα είναι περιττά – έως και εξοργιστικά.