«Πρώτον, οι νέοι να μη φεύγουν στο εξωτερικό. Να μάθουν να επιμένουν και να υπομένουν. Χάνουμε το αίμα μας ως έθνος με τη φυγή των νέων. Δεύτερον, να μείνουν εδώ, να δουλέψουν, να αγαπήσουν την εργασία, να μην απεργούν (εδικά οι δάσκαλοι, οι γιατροί…). Και τρίτον… εγώ να φύγω… Κουράστηκα πια. Δεν θέλω άλλο να ζω για να βλέπω αυτή την κατάσταση». Τάδε έφη Εμμανουήλ Κριαράς σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Για να φτάσει στο σημείο να διατυπώνει αυτή την άποψη και να την ακούμε και να τη διαβάζουμε με προσοχή και περίσκεψη, χρειάστηκαν 107 έτη διαδρομής του σεβαστού καθηγητή και ακαδημαϊκού στη λεωφόρο της ζωής, και πολλές δεκαετίες παρουσίας και προσφοράς στα ελληνικά γράμματα. Ο κ. Κριαράς, μεταξύ πολλών σημαντικών που σχολίασε στη συνέντευξή του, εντόπισε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας, αλλά και άλλων περιόδων του συλλογικού βίου, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από οικονομική ύφεση και έλλειψη οράματος για το μέλλον. Η μετανάστευση των Ελλήνων προς αναζήτηση μίας θέσης στον εργασιακό «ήλιο» είναι κάτι που το έχει ξαναζήσει ο σεβαστός καθηγητής και θεωρεί -όπως οι περισσότεροι, άλλωστε- ότι είναι εθνική αιμορραγία.
Αναμφίβολα είναι αιμορραγία το να χάνει το έθνος μας το δυναμικό του, τη σπουδαία και αναντικατάστατη περιουσία του, η οποία είναι οι Ελληνες.
Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι οι παροτρύνσεις να μη μεταναστεύουν οι νέοι γίνονται εκ του ασφαλούς και ότι μπορούν να ισχύσουν μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Ωστόσο, ο βίος και η πολιτεία του κ. Κριαρά, σε όποιον έχει τη θέληση να ανατρέξει σε αυτά, αποδεικνύουν ότι δεν ομιλεί… ανέξοδα. Και πάντοτε ζυγίζει τα λόγια του προτού διατυπώσει άποψη.
Οι νέοι που αγαπούν την πατρίδα τους και επιδιώκουν να αγωνιστούν για να βελτιώσουν την εικόνα και την ουσία της οφείλουν να ξεκινήσουν τη μάχη του καλού, αντιμετωπίζοντας τον πιο δύσκολο εχθρό όλων: την απελπισία. Είναι πολύ φυσικό να αισθάνονται καταπροδωμένοι από τους διαχειριστές των κοινών υποθέσεων, οργισμένοι για τη φαυλότητα και την ανικανότητα της εξουσίας και ανυπεράσπιστοι απέναντι στην αδυσώπητη πραγματικότητα. Η αποκαρδίωση και η οργή διευκολύνουν τη φυγή στο εξωτερικό.
Ωστόσο, η καλύτερη απάντηση στην παρακμή δεν είναι η απόδραση από τον τόπο σου, η ξενιτιά. Αυτό μπορεί να σώζει από τη φτώχεια έναν, εκείνον που φεύγει, αλλά καταδικάζει όσους μένουν να πολεμούν ολιγάριθμοι και αποδυναμωμένοι. Αν δεν συμμαχήσουν οι νέοι για να αποτινάξουν τον ζυγό της ξενοκρατίας και τη φτωχοποίηση του λαού, τότε τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο στην πατρίδα μας.
Εδώ είναι ο αγώνας!