Οπως διαβάσαμε στην «κυριακάτικη δημοκρατία», υπάρχει αυτήν την περίοδο ένα ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα πολιτών από χώρες του ευρωπαϊκού Νότου προς τις ισχυρές του Βορρά και του κεντρικού τμήματος της γηραιάς ηπείρου: Μεταξύ των πολλών, άκρως ενδιαφέροντων στοιχείων που παρετίθεντο στο ρεπορτάζ υπήρχε και η προσωπική μαρτυρία του 23χρονου Τζιανμάρκο Ναρντόνε, Ιταλού νοσηλευτή. Μετανάστευσε στην Ιρλανδία για να εξασφαλίσει εισόδημα 1.900 ευρώ και δήλωνε για την επιλογή του: «Αν δεν είχα εγκαταλείψει την πατρίδα μου, δεν θα είχα μόνιμη εργασία παρά προσωρινή απασχόληση και θα κέρδιζα στην καλύτερη περίπτωση 1.500 ευρώ μεικτά».
Η αίσθηση που αποκομίζει κάποιος με στοιχειώδη εθνική ευαισθησία διαβάζοντας τις λεπτομέρειες για τον μεγάλο ξεριζωμό των νέων που βιώνει και η πατρίδα μας είναι δυσάρεστη.
Το Γένος μας δοκιμάζεται. Οι δείκτες των γεννήσεων πέφτουν θεαματικά. Οι εν ζωή ευρισκόμενοι πλέουν σε πελάγη απελπισίας και οι νέοι φεύγουν για να βρουν μια χούφτα ευρώ και το δικαίωμα στην εργασία, το οποίο τους αρνείται το πανάθλιο κράτος μας.
Ταυτόχρονα, η γλώσσα, η θρησκεία, ο κοινός ελληνικός τρόπος και η παράδοσή μας δέχονται τη λυσσαλέα επίθεση μίσθαρνων οργάνων σκοτεινών κύκλων, με στόχο να γίνουμε όλοι… Ποσειδωνιάτες! Σαν τους εκβαρβαρισμένους Ελληνες που βρέθηκαν στο άγριο Λάτιο και ξέχασαν από τον πολιτισμό μας σχεδόν τα πάντα. Μόνο μία γιορτή τους είχε απομείνει να τους θυμίζει την ένδοξη καταγωγή τους.
Και όπως έγραψε ο Κ. Π. Καβάφης στο τέλος του ποιήματός του «Ποσειδωνιάται»:
«Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες –
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι -ω συμφορά!- απ’ τον Ελληνισμό».