Το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της εφημερίδας μας για τους σχεδιασμούς του υπουργού Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και του προκατόχου του Κωστή Χατζηδάκη για την «απελευθέρωση» της αγοράς δημόσιων υπεραστικών οδικών μεταφορών αποτέλεσε μια δυσάρεστη έκπληξη για όλους. Στην Ελλάδα, όπου λιποθυμούν παιδιά από την πείνα, καθημερινά αυτοκτονούν άνεργοι και απελπισμένοι, η αγορά στενάζει και οι ουρές των συσσιτίων δήμων και Εκκλησίας πυκνώνουν… περισσεύουν 200.000.000 ευρώ ετησίως για να εφαρμοστούν οι εξόφθαλμα εσφαλμένοι υπολογισμοί των κ. Χατζηδάκη και Χρυσοχοΐδη.
Το σχέδιο νόμου για την περιβόητη «απελευθέρωση» των ΚΤΕΛ, που κατέθεσε «μαύρη νύχτα» ο κ. Χρυσοχοΐδης και προετοίμασε ο κ. Χατζηδάκης, θα κοστίσει στους χειμαζόμενους από την κρίση πολίτες 200.000.000 ευρώ! Ενώ σε θεωρητικό επίπεδο η απελευθέρωση της αγοράς των ΚΤΕΛ είναι κάτι θετικό και δεν μπορεί παρά να το προωθεί μια ευνομούμενη Πολιτεία, στο προαναφερθέν σχέδιο νόμου μετεξελίσσεται σε καθαρό εφιάλτη.
Οπως έγραψε η «δημοκρατία», αυτό το άνοιγμα της αγοράς «θα το πληρώσουν στο τέλος τα συνηθισμένα κορόιδα». Με βάση το νομοσχέδιο προβλέπεται η σύσταση νέας Ρυθμιστικής Αρχής, της Ρυθμιστικής Αρχής Επιβατικών Μεταφορών (ΡΑΕΜ), με διευθύνοντα σύμβουλο, διοικητικό συμβούλιο και 33 θέσεις προσωπικού! Το κόστος λειτουργίας αυτής της Αρχής προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει τα 2.000.000 ευρώ ετησίως. Επιπλέον, προβλέπεται ότι όποιος αναλάβει τις γραμμές μειωμένου ενδιαφέροντος θα επιδοτείται από το κράτος. Το κόστος αυτών των επιδοτήσεων εκτιμάται ότι θα ανέρχεται σε 140.000.000 ετησίως. Ο ιδιώτης επενδυτής θα έχει τα κέρδη, οι φορολογούμενοι τις ζημίες και οι επιβάτες πανάκριβα εισιτήρια (μια και η εκτόξευση των τιμών πρέπει να θεωρείται δεδομένη)…
Συν τοις άλλοις, αν η απελευθέρωση γίνει πριν από το 2019, όπως ορίζουν οι Κοινοτικές Οδηγίες, οι νυν ιδιοκτήτες των ΚΤΕΛ μπορούν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Οπότε η βιασύνη των δύο πολιτικών να «απελευθερώσουν» αυτή την αγορά με αυτόν τον τρόπο κινείται στα όρια μεταξύ του ανεξήγητου και της καλπάζουσας διαχειριστικής ανεπάρκειας.