Αρκεί μια συζήτηση μ’ έναν γονέα, ο οποίος στέλνει το παιδί του σε δημοτικό σχολείο, για να καταλάβει κάποιος πού βρίσκεται η ρίζα του ελληνικού προβλήματος. Παρόμοια ενημέρωση μπορεί να λάβει οποιοσδήποτε διαβάσει σε φόρουμ στο Διαδίκτυο μαρτυρίες για την απίστευτη καθημερινότητα των δασκάλων.
Η έλλειψη σεβασμού σε οτιδήποτε, η ατιμωρησία, το σχεδόν μηδενικό ενδιαφέρον πολλών γονέων, η κατάρρευση των οικογενειακών δεσμών, η μελαγχολία, τα μαθησιακά προβλήματα, ο «πολιτισμός» της τηλεόρασης, η εγκατάλειψη της προσπάθειας και η αίσθηση της ματαιότητας και του χαμένου χρόνου στιγματίζουν κάθε στιγμή της «εκπαιδευτικής» διαδικασίας.
Δάσκαλοι και μαθητές ανυπομονούν να τελειώσει ο χρόνος για να αποδράσουν -έστω και για λίγο- από το σχολείο! Από έναν χώρο όπου οι κακουργηματικοί πολιτικοί πειραματισμοί κατάντησαν κολαστήριο. Αποθήκη επιστημόνων και πάρκινγκ παιδιών.
Η ανίατη πνευματική ασθένεια των ανθρώπων που διαχειρίστηκαν τα κοινά μεταδόθηκε σταδιακά στο πιο ιερό κομμάτι του συλλογικού βίου των Ελλήνων: στην Παιδεία.
Η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής τον μέγα γκρεμιστή των υγιών δομών Ανδρέα Παπανδρέου, είχε το άγχος να βγάλει τις ποδιές από τους μαθητές (εισάγοντας το λαϊφστάιλ από την πίσω πόρτα) και να διαλύσει την αίσθηση της κοινότητας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των νέων. Κατάργησε και τον θεσμό του επιθεωρητή, στρώνοντας το έδαφος για την απολυταρχία της αναξιοκρατίας.
Από τότε χρόνος πέρασε πολύς και τα πράγματα επιδεινώθηκαν. Οποτε ανοίγει «διάλογος για την Παιδεία» γίνεται λόγος μόνο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ποτέ για τις δύο προηγούμενες βαθμίδες, που είναι εξαιρετικά πιο κρίσιμες από τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ.
Δίχως Παιδεία αληθινή κι ελληνική, κράτος δεν πρόκειται να φτιαχτεί ποτέ. Ακόμα κι αν ξεχρεώναμε αύριο.