Μια βρετανική παροιμία λέει ότι η «μιζέρια θέλει παρέα». Στη μνημονιακή Ελλάδα αυτό το γνωμικό επιβεβαιώνεται πλήρως. Η μιζέρια, η φτώχεια, η ανέχεια, η ανισότητα και η απελπισία έχουν βρει τεράστια παρέα, που αριθμεί περίπου το σύνολο του πληθυσμού – με την εξαίρεση εκείνων που κερδοσκοπούν ασύστολα, αφού έχουν βρει την ευκαιρία της κρίσης και της υποθήκευσης της χώρας στις δάνειες δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, προλειαίνεται το έδαφος για «αξιοποίηση τεχνοκρατών σε καίριους τομείς», όπως είπε στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο ο κ. Παπανδρέου. Και η ενοχή θέλει την παρέα της.
Ο κ. Παπανδρέου και οι συναυτουργοί του δεν νιώθουν ιδιαίτερα ασφαλείς να εκτελέσουν τη χώρα μόνοι τους. Προτιμούν η Ελλάδα να λιντσαριστεί από πλήθος καιροσκοπικών και λοιπών «συγγενικών» δυνάμεων, στις οποίες θα αποπειραθεί να προσδώσει το κύρος των «τεχνοκρατών».
Αυτοί οι «τεχνοκράτες» που θα επιστρατευτούν για την εκτέλεση του δευτέρου μέρους του σχεδίου θα πρέπει πάνω από όλα να γνωρίζουν άριστα μια σημαντική -για την περίπτωσή τους- τέχνη. Αυτήν της διαφυγής. Πρέπει, επίσης, να είναι αριστοτέχνες και στην τέχνη της αποποίησης ευθυνών, οι οποίες αναπόφευκτα θα τους βαρύνουν στη συνέχεια.
Είναι αυτονόητο ότι όποιος ανταποκριθεί στο πρωθυπουργικό κάλεσμα για «πανστρατιές, συνευθύνες, ευρύτερες πλειοψηφίες στήριξης του Μεσοπρόθεσμου» και άλλα ηχηρά παρόμοια θα συναινέσει de facto με την αποδοχή του Μνημονίου και τις ενέργειες που έχουν γίνει για την υλοποίησή του.
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι οποιοσδήποτε βάλει την υπογραφή του στην εφαρμογή συνταγών που είναι εκ προοιμίου καταδικασμένες σε αποτυχία τοποθετεί εαυτόν, με ανεξίτηλα γράμματα, σε σκοτεινές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας.
Ο καιρός των δικαιολογιών και της επίκλησης άγνοιας ή αβλεψίας έχει παρέλθει.
Οψόμεθα…