Τελειωτικά χτυπήματα η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και η καταστροφή του θεσσαλικού κάμπου
- Από τον
Βασίλη Γαλούπη
Οι Ελληνες αγρότες εκδηλώνουν την οργή τους με τα τρακτέρ στους δρόμους, απελπισμένοι που τα χωράφια δεν τους εξασφαλίζουν πια ένα εγγυημένο εισόδημα επιβίωσης, ενώ η κυβέρνηση την ίδια ώρα τούς απαξιώνει και τους υπόσχεται ψίχουλα.
Οι εποχές των παχυλών ευρωπαϊκών πακέτων έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, με την πάγια αντιπαραγωγική στρατηγική της Ε.Ε. να προκαλεί ισχυρά πλήγματα σε όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα του πρωτογενούς τομέα. Διόλου τυχαία αυτές τις εβδομάδες έχουν ξεσηκωθεί οι αγρότες σχεδόν σε όλη την Ευρώπη.
Οσο η Ε.Ε. περιορίζει την αγροτική παραγωγή και ταυτόχρονα αποβιομηχανίζει τα κράτη-μέλη τόσο μετατρέπει σταδιακά την Ευρώπη σε μια «στείρα» Ντίσνεϊλαντ για τουρίστες, υποχρεώνοντας τις χώρες να αυξάνουν διαρκώς τις εισαγωγές ακόμα και για είδη πρώτης ανάγκης, τάση που επιδεινώθηκε τόσο στην πανδημία όσο και μετά στην ενεργειακή κρίση.
Στις μυλόπετρες της σύνθλιψης βρίσκονται πρώτοι οι αγρότες, που άλλαξαν αρχικά τις καλλιέργειές τους, με δέλεαρ τις κάποτε γενναίες επιδοτήσεις, και σιγά σιγά περιθωριοποιήθηκαν ως όχι και τόσο «αναγκαίοι» πια για το οικονομικό και παραγωγικό μας μοντέλο.
Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που έχασε την ευκαιρία να εκσυγχρονίσει την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή της όσο έρρεαν τα λεφτά από τις Βρυξέλλες, τις παλιότερες δεκαετίες. Ομως ένας τόπος όπου λόγω ιδανικών καιρικών συνθηκών μπορούν να καλλιεργηθούν τα πάντα, σε ύψιστη ποιότητα, έφτασε να ερημώνει σιγά σιγά και να εξαρτάται από αθρόες εισαγωγές.
Ακόμα και το άφθονο «χρυσό» ελληνικό ελαιόλαδο έχει γίνει είδος πολυτελείας για το μέσο νοικοκυριό. Η καταστροφή της Θεσσαλίας «γονάτισε» πια και τον Κάμπο, σχεδόν τον μόνο που στεκόταν όρθιος μέχρι και φέτος. Τα αυξημένα κόστη παραγωγής και η απώλεια των εξοπλισμών από την πλημμύρα είναι πλέον μη αντιμετωπίσιμα προβλήματα για τους αγρότες. Η «δημοκρατία» κάνει σήμερα μια έρευνα-χαρτογράφηση του «αγροτικού» στην Ελλάδα τούς δυο τελευταίους αιώνες, από το 1830 μέχρι σήμερα.
Ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας είναι 400.000 άνθρωποι, με τη χώρα να έχει πάνω από 10.000.000 κατοίκους. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο αγροτικός πληθυσμός το 1928 ήταν 3.300.000 σε σύνολο 5.000.000 κατοίκων και το 1940 είχε φτάσει στα 3.800.000 σε συνολικό πληθυσμό 7.300.000!
2%-3% του ΑΕΠ
Η κάποτε κορυφαία συνεισφορά του αγροτικού εισοδήματος στη χώρα μας έχει σήμερα κατρακυλήσει μεσοσταθμικά στο μηδαμινό 2%-3% του ΑΕΠ. Οι εκτάσεις για καλλιέργειες λιγοστεύουν κάθε χρόνο και μένουν ανεκμετάλλευτες. Οσοι ασχολούνται με τον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα ταλαιπωρούνται ή εγκαταλείπουν, με την κυβέρνηση να ψάχνει για εισαγόμενα χέρια.
Η διάλυση της θεσσαλικής παραγωγής πρόκειται να επιδεινώσει κι άλλο την κατάσταση, από τα επόμενα χρόνια κιόλας. Τις συνέπειες θα τις βιώσουμε όλοι με αυξημένες τιμές στις λαϊκές αγορές ή στα σούπερ μάρκετ κι αμφιβόλου ποιότητας εισαγόμενα προϊόντα, κυρίως από τρίτες χώρες, με πολύ πιο ελαστικούς κανόνες παραγωγής – ασφάλειας.
Κι όμως αυτό το «έγκλημα» κατά του Ελληνα αγρότη δεν είναι τωρινό. Ο αργός του «θάνατος» αποτέλεσε μια συνειδητή στρατηγική, προγραμματισμένη μεθοδικά, εδώ και χρόνια. Οι τελευταίες συγκυρίες κι εξελίξεις αποτελούν, δυστυχώς, το τελειωτικό χτύπημα.
Από το 1990 η παγκοσμιοποίηση κι εν συνεχεία η εφαρμογή του «σκληρού νομίσματος» και η σταθερά εξοντωτική αγροτική πολιτική από την Ε.Ε. «στρίμωξαν» ακόμα πιο άγρια τους αγρότες. Σε σημείο στραγγαλισμού σήμερα.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2012 οι απασχολούμενοι στον αγροτικό κλάδο έφταναν τους 400.000, σε σχέση με τους 3.600.000 του 1961. Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε λόγω οικονομικής κρίσης. Συνολικά μόνο 23.000.000 άνθρωποι συνέχιζαν να απασχολούνται ως αγρότες στην Ε.Ε. των 27 κρατών-μελών.
Στη χώρα μας οι αγρότες είχαν περισσότερα προβλήματα. Στην εξαετία 2006-2011 το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα, όπως εκτιμήθηκε από τη Eurostat, μειώθηκε κατά 22,6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στο ίδιο διάστημα το αγροτικό εισόδημα στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 19% και στις χώρες της ευρωζώνης περίπου κατά 5%.
Στην Ελλάδα τη 10ετία του 2000 οι αγρότες μειώθηκαν κατά 35%! Κι έτσι από το 17% του ενεργού εργαζόμενου πληθυσμού το 2000 πήγαν στο 11% το 2009, ποσοστό που σήμερα είναι μικρότερο.
Η συμμετοχή του αγροτικού τομέα στη συνολική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία από 6,6% έπεσε στο 3% το ίδιο διάστημα (2000-2010) και το αγροτικό εισόδημα μειώθηκε κατά 20%. Οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, που δυνητικά θα μπορούσαν να παραχθούν εντός Ελλάδας, άρχισαν να ξεπερνούν κάθε χρόνο τα 5-6 δισ. ευρώ. Το σύστημα παραγωγής, μεταποίησης και διακίνησης των αγροτικών προϊόντων έχει σημαντικά προβλήματα πλέον σε όλη την Ευρώπη. Ενα επιπλέον βάρος αποτελεί εδώ και μια διετία και η «ευνοϊκή» κατάργηση των δασμών με την Ουκρανία. Οσο τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών υιοθετούσαν άκριτα την Κοινή Αγροτική Πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ενωση διογκώνονταν και οι στρεβλώσεις, οι υπερβολές και οι παθογένειες.
Χάθηκαν θέσεις εργασίας
Σύμφωνα με στοιχεία της ΠΑΣΕΓΕΣ το 2013, οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν στον αγροτικό τομέα την τριετία 2010-2012 ξεπέρασαν τις 58.000, παρά το γενικό προσκλητήριο για επιστροφή στη γη ως μέσο καταπολέμησης της ανεργίας και δυνατότητας εύρεσης ενός εισοδήματος. Το 2009-13 το αγροτικό εισόδημα μειωνόταν κατά 1 δισ. ευρώ ετησίως.
Το καλόπιασμα επιδοτήσεων της Ε.Ε., με κατασπατάληση χρημάτων των Ευρωπαίων φορολογουμένων, άλλαζε το οικοσύστημα καλλιεργειών και αντί να φέρνει κόσμο στα χωράφια έδιωχνε. Από τα 6,5 δισ. ευρώ, που ήταν το 2014 το σύνολο του γεωργικού εισοδήματος στη χώρα μας, τα 3 δισ. ευρώ αποτέλεσαν χρήματα από τις Βρυξέλλες, με την εξάρτηση από τις κοινοτικές επιδοτήσεις να παραλύει το μέλλον της γεωργίας.
Το ποσοστό των νέων αγροτών το 2012, καταμεσής της έξαρσης της ανεργίας, ήταν στην Ελλάδα μόλις το 7%, ενώ των ηλικιωμένων αγροτών 57,2%! Ο αγροτικός πληθυσμός βρίσκεται αντιμέτωπος και με το πρόβλημα της υπεργήρανσης, τάση που θεωρείται απίθανο να αναστραφεί. Με την αγροτιά να συνεισφέρει πλέον μόνο 2%-3% στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη ούτε συνολικά στην Ευρώπη πια. Κάτι που σημαίνει ότι και τα «πακέτα» από τις Βρυξέλλες θα είναι στο εξής μειούμενα, σε μια «καμένη γη».
Πώς η αγροτική μεταρρύθμιση κράτησε όρθια τη χώρα σε πολύ δύσκολες εποχές
Η αγροτική μεταρρύθμιση που έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα συνέβαλε στην αύξηση της παραγωγής και στο να κρατηθεί όρθια η χώρα σε πολύ πιο δύσκολες εποχές από τις σημερινές. Το 1915-1931 τα σπαρμένα με σιτάρι εδάφη αυξήθηκαν από 736.000 σε 1.356.000 στρέμματα.
Η παραγωγή ανέβηκε κατά 200.000 τόνους. Τα καπνά εκτοξεύτηκαν από 17.500 σε 84.400 στρέμματα. Περίπου το 70% της καλλιεργούμενης γης είχε σιτηρά.
Ακόμα και τότε, όμως, τα μικρά και κατακερματισμένα χωράφια δεν εξασφάλιζαν ένα καλό εισόδημα στους αγρότες. Το 1936 το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των αγροτών ήταν 4.200 δραχμές, όταν το κατά κεφαλήν εισόδημα στις πόλεις έφτανε τις 14.525 δραχμές.
Οσον αφορά τις εξαγωγές, το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στη σταφίδα, με ετήσια παραγωγή 127.000 τόνους λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεύτερο εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν ήταν ο καπνός, με τη Γερμανία και τις ΗΠΑ να απορροφούν πάνω από το 70% του προϊόντος.
Το κράτος προωθούσε μεθοδικά και το βαμβάκι. Το 1911 στην Ελλάδα καλλιεργούνταν 9.061 στρέμματα βαμβακιού και το 1939 είχαν φτάσει τα 65.200 στρέμματα.
Η μικροκαλλιέργεια δεν επέτρεπε ακόμη την εντατικοποίηση της παραγωγής, κάτι που συνέβη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεταξύ 1951-1961 ο συνολικός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε από 7.600.000 σε 8.300.000. Ο αγροτικός, που παρέμενε η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, ήταν σταθερός στα 3.600.000 όπως και πριν από τον πόλεμο (3.800.000 το 1940).
Πλήγματα
Ομως η αστυφιλία και η ταυτόχρονη μετανάστευση νέων προς το εξωτερικό αποτέλεσαν μεταπολεμικά τα πρώτα πλήγματα. Το 1950-1965 οι κυβερνήσεις έσπρωχναν τις καλλιέργειες από τα σιτηρά στην παραγωγή των λεγόμενων βιομηχανικών φυτών.
Η αποτυχία φάνηκε νωρίς κι έτσι υπήρξε επιστροφή στα σιτηρά. Ετσι, αυτή τη 15ετία η παραγωγή σιταριού αυξήθηκε κατά 40%, ενώ του ρυζιού διπλασιάστηκε, όπως και του βαμβακιού. Του καπνού ανέβηκε κατά 30% και των λαχανικών 100%.
Οταν οι 9 στους 10 έβγαζαν το ψωμί τους στα χωράφια
Αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ο ενεργός οικονομικά πληθυσμός ανδρών της χώρας ήταν το 1838, σύμφωνα με την απογραφή που είχε γίνει την ίδια χρονιά, 233.273 άτομα, σε συνολικό πληθυσμό 651.000.
Από όσους εργάζονταν, οι 95.069 ήταν γεωργοί και οι 27.366 κτηνοτρόφοι. Ο ένας στους δύο εργαζομένους, ποσοστό 55%, ασχολείτο αποκλειστικά με τη γεωργία – κτηνοτροφία.
Τα στοιχεία προκύπτουν από τη δυσεύρετη έκδοση «Στατιστικαί Μελέται 1821-1971» του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, με συμβολή των υπαλλήλων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος. Στους άλλους τομείς απασχολούνταν κατά το 1838: Μηχανικοί 15.343, έμποροι και τραπεζικοί 276, έμποροι χονδρικού εμπορίου 5.090, καταστηματάρχες 12.196, ιδιοκτήτες μεγάλης έκτασης γης 2.755, ιδιοκτήτες μικρής έκτασης γης 45.234, στρατιωτικοί 4.566, ναυτικοί 13.679, δημόσιοι υπάλληλοι 1.391, δικηγόροι 110, γιατροί 208.
Τα στοιχεία αυτά δημοσιεύτηκαν αρχικά στα αγγλικά, το 1842, από τον Φρέντερικ Στρονγκ, με τίτλο «Greece as a Kingdom, A statistical description of that country».
Το 1853 εκδόθηκαν οι «Στατιστικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος», από το Εθνικό Τυπογραφείο. Ο αγροτικός πληθυσμός ανερχόταν πλέον σε 89,7% του πληθυσμού στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών που βοηθούσαν στα χωράφια.
Η απογραφή του 1907
Στην απογραφή του 1907 ο γενικός πληθυσμός ξεπερνούσε τους 2.600.000. Το ποσοστό των ανδρών που εργάζονταν ήταν 51,2% και των γυναικών μόλις 4,3%!
Στη γεωργία απασχολούνταν 257.000 άνθρωποι, 6.144 στην αλιεία και 70.560 στην κτηνοτροφία. Συνολικά, το 45% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας. Η βιοτεχνία (βιομηχανία, χειροτεχνία, χειρωνακτική) είχε ανέλθει πια σε 189.443 εργαζομένους και στο 25,7%, ενώ το εμπόριο ήταν στο 11,1%. Η ίδια τάση συνεχίστηκε μέχρι και το 1920.
Ασφαλώς θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι εκείνες τις εποχές η χώρα είχε υποστεί βαθύτατα δημογραφικά τραύματα από πολέμους, χρεοκοπίες, καιρικά φαινόμενα και διεθνείς κρίσεις.
Το 1929 η γη ήταν διαμοιρασμένη ως εξής:
• Το 36,96% των αγροτών είχε έκταση μέχρι 1 στρέμμα.
• Το 35,09% των αγροτών καλλιεργούσε 1-3 στρέμματα.
• Το 23,45% των αγροτών 3-10 στρέμματα.
• Το 3,87% των αγροτών 10-100 στρέμματα.
• Και το 0,15% των αγροτών πάνω από 100 στρέμματα.
Μέχρι το 1936 μοιράστηκαν από το κράτος, λόγω και του προσφυγικού κύματος από τη Μικρά Ασία, 1.700.000 στρέμματα σε 305.000 αγροτικές οικογένειες συνολικά.