Ο Ελληνας σκηνοθέτης με το «Poor Things» έκανε στροφή προς το Χόλιγουντ και, μετά τις Χρυσές Σφαίρες, βάζει πλώρη για τα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας
Είναι αυτή τη στιγμή ο πιο αναγνωρίσιμος διεθνώς σύγχρονος Ελληνας σκηνοθέτης, αν και ειδικά στη χώρα μας συνεχίζει να προκαλεί πολωμένες αντιδράσεις. Κανείς, πάντως, δεν αρνείται ότι ο Γιώργος Λάνθιμος δεν είναι ένας συνηθισμένος σκηνοθέτης.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Εχει πει ότι κατά το μοντάζ κάθε ταινίας του την παρακολουθεί μανιωδώς ξανά και ξανά, οπότε, όταν προβληθεί, «θα είναι η τελευταία φορά που θα τη δω για τουλάχιστον 10-15 χρόνια».
Αποφεύγει τη δημοσιότητα τόσο όσο χρειάζεται για να καταστεί μυστηριώδης και φτιάχνει σκοτεινές κινηματογραφικές ταινίες, που έχουν την ικανότητα να ανακλούν, με έναν ασυνήθιστο τρόπο, κάποιες αληθινές πλευρές της κοινωνικής πραγματικότητας που κανείς δεν νιώθει βολικά να βλέπει. Η τελευταία του ταινία, το «Poor Things», κατέκτησε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας σε Κωμωδία ή Μιούζικαλ και μπαίνει ήδη στα φαβορί για τα Οσκαρ του Μαρτίου. Εχοντας αφήσει πίσω του την πιο «βαριά» και «δύσπεπτη» ατμόσφαιρα προηγούμενων έργων του, ο Λάνθιμος κατακτά με αυτή την πιο εμπορική «κωμωδία» ένα νέο κοινό, πλησιάζοντας περισσότερο προς το Χόλιγουντ. Δίχως, ωστόσο, να σταματήσει να καταπιάνεται με «δύσκολα» θέματα.
Οταν ανέβηκε για να παραλάβει το βραβείο του ο Λάνθιμος μίλησε μόλις για λίγα δευτερόλεπτα, όσα χρειάστηκε για να ευχαριστήσει τον Μπρους Σπρίνγκστιν για τα τραγούδια του που τον μεγάλωσαν και να μας πει ότι έχουν την ίδια μέρα γενέθλια. Ετσι, χαμογελαστά κι απλά, εξαφανίστηκε πάλι από τα φλας. Αρχισε να σπουδάζει οικονομικά και μάρκετινγκ, ώσπου τα παράτησε για να γραφτεί σε σχολή κινηματογράφου. Τα χρόνια πριν από την κρίση έβγαλε καλά λεφτά από τα γυρίσματα τηλεοπτικών διαφημίσεων, κι έτσι είχε την πολυτέλεια να αφιερώσει χρόνο σ’ αυτό που ήθελε να κάνει πάντα. Αρχισε να σκηνοθετεί θεατρικές παραστάσεις και να γυρίζει ταινίες μόνος του, με τη βοήθεια φίλων.
Αλλος τού δάνειζε το σπίτι του για το γύρισμα, άλλος το αυτοκίνητο, άλλοι τα ρούχα. Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες και απαιτήσεις, έχει δηλώσει ότι «υπάρχουν πράγματα που σε κάνουν να αγαπήσεις την παραγωγή ταινιών στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι είναι γενναιόδωροι, θα σου δώσουν παραπάνω απ’ όσα υποτίθεται πρέπει να δώσουν». Η πρώτη ταινία που τον έκανε γνωστό ήταν ο «Κυνόδοντας». Γυρίστηκε το 2009 στην Ελλάδα, με περιορισμένο προϋπολογισμό, αλλά κατάφερε να γίνει υποψήφια για Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η υπόθεσή της είναι πρωτότυπη και κλειστοφοβική, αν και τα περισσότερα πλάνα είναι λαμπερά, λουσμένα στο φως.
Απεικονίζει τη ζωή σε ένα απομονωμένο οικογενειακό σπίτι μέσα σε ένα κτήμα, όπου τρία ενήλικα παιδιά ζουν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των υπερπροστατευτικών γονιών τους. Αποφασισμένοι να τα κρατήσουν μακριά από την πραγματική ζωή, τους διδάσκουν ότι κανένα παιδί δεν είναι αρκετά μεγάλο ώστε να φύγει από το σπίτι μέχρι ο άνω κοπτήρας του πέσει από μόνος του. Μετά την επιτυχία του «Κυνόδοντα», ο Λάνθιμος μετακόμισε στην Αγγλία το 2011. Απέκτησε έτσι πρόσβαση σε μεγαλύτερα μπάτζετ και σε διάσημους σταρ, όπως η Εμα Στόουν, η Νικόλ Κίντμαν, ο Κόλιν Φάρελ και η Ρέιτσελ Βάις. Στην πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, «The lobster» («Ο αστακός»), το 2015, ένας άνδρας που πρόσφατα χώρισε στέλνεται σε ένα εξοχικό ξενοδοχείο, όπου πρέπει να βρει σύντροφο σε 45 ημέρες ή να μεταμορφωθεί στο ζώο της επιλογής του.
Ο Κόλιν Φάρελ, ο πρωταγωνιστής, διηγείται γελώντας την πρωτοφανή εμπειρία του με τον Ελληνα σκηνοθέτη. Ο Λάνθιμος αρνιόταν να του πει τι συνέβαινε στη σκηνή που προηγούνταν αυτής που θα γύριζαν. Δεν ήθελε οι ηθοποιοί του να «βαραίνουν» με πληροφορίες για την ψυχολογία και την ιστορία του ήρωα – απαιτούσε να παίζουν μόνο με το ένστικτο. Στο «Poor Things», που του εξασφάλισε τη Χρυσή Σφαίρα, μια φαντασμαγορική εκδοχή της ιστορίας του Φρανκενστάιν, η διάσημη πρωταγωνίστρια Εμα Στόουν, βραβευμένη το 2017 με Οσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου για το «La La Land», παίζει την Μπέλα, μια παράξενη βικτοριανή γυναίκα με περίεργες συνήθειες και παιδική ιδιοσυγκρασία.
Υπάρχει πάντα μια παραδοξότητα στις ταινίες του Λάνθιμου, που άλλους τούς ενθουσιάζει κι άλλους τούς απωθεί. Κάποιοι θεατές βρίσκουν τους χαρακτήρες του αφύσικους και «ξένους», το στόρι πολύ ζοφερό. Για τους επαγγελματίες κριτικούς, όμως, το έργο του περιγράφεται ως ευφυές και αριστουργηματικό. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο Λάνθιμος, εκτιμούν οι ειδικοί, είναι στην ουσία τους αληθινά. Η μοναξιά του σημερινού πολιτισμού, ο έλεγχος που ασκούν οι ισχυρότεροι, οι παγιδευμένοι που παλεύουν να επιβιώσουν, η τιμωρία. Παίρνει όλες αυτές τις καταστάσεις και τις κάνει ακόμα πιο υπερβολικές στις ταινίες του, με σκοπό να τις περιγράψει καθαρά.
Υπάρχει κάτι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο στον συγκεκριμένο σκηνοθέτη: ενώ, μετά τη διεθνή επιτυχία, θα περίμενε κανείς ότι θα αναδιαμορφώσει τον τρόπο δουλειάς του στα στάνταρντ του Χόλιγουντ, αντίθετα ο Λάνθιμος συνεχίζει να ακολουθεί πολλές από τις αυθόρμητες πρακτικές που προέκυψαν στην Ελλάδα. Προτιμά να τραβά με φυσικό φως, κι αν ο καιρός χαλάσει το αφήνει να «φανεί» στις σκηνές του. Τον πανάκριβο κινηματογραφικό φωτισμό που του στέλνουν οι παραγωγοί συνήθως τον αφήνει να κάθεται αχρησιμοποίητος.
Αποφεύγει το απολύτως αψεγάδιαστο μακιγιάζ και δεν σταματά το γύρισμα για να διορθώσουν οι ηθοποιοί τα μαλλιά τους. Δεν περιμένει κάθε τόσο να τους «φτιάξουν» – συνεχίζουν να παίζουν σαn να ’ναι στο θέατρο. Ισως γι’ αυτό καταφέρνει να δείχνουν οι ηθοποιοί τόσο αληθινοί στις ταινίες του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ
Σκηνοθέτης
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Είναι γιος του μπασκετμπολίστα της ομάδας του Παγκρατίου και παίκτη της Εθνικής Ελλάδος, Αντώνη Λάνθιμου. Εχασε τη μητέρα του στα 17 του. Αρχικά άρχισε να παίζει μπάσκετ στην ομάδα του Παγκρατίου, παράλληλα με σπουδές οικονομικών – διοίκησης επιχειρήσεων. Τις εγκατέλειψε, όμως, για να σπουδάσει κινηματογραφική και τηλεοπτική σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου. Από το 1995 άρχισε να σκηνοθετεί βιντεοκλίπ, τηλεοπτικές διαφημίσεις, θεατρικά, videodance και ταινίες. Υπήρξε μέλος της ομάδας που σχεδίασε την έναρξη και τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Η ταινία του «Κυνόδοντας» ήταν υποψήφια για το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2010. Το 2015 τιμήθηκε με το Βραβείο Κριτών του Φεστιβάλ Κανών για την ταινία «Ο αστακός» και το 2018 με τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας για την ταινία «Η ευνοούμενη». Για την ερμηνεία της στην ταινία, η πρωταγωνίστρια Ολίβια Κόλμαν κέρδισε το Οσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου. Στις 7 Ιανουαρίου 2024, η ταινία του «Poor Things» απέσπασε τη Χρυσή Σφαίρα για την καλύτερη κωμωδία/μιούζικαλ της χρονιάς.