Το θέαμα που πρόσφερε με τις ντρίμπλες του ο θρυλικός «ζογκλέρ» γέμιζε τα γήπεδα κι έκανε οπαδούς άλλων ομάδων να γίνονται φίλοι της ΑΕΚ
Εκείνα τα χρόνια μετά τον πόλεμο τα παιδιά μάθαιναν το ποδόσφαιρο από το ραδιόφωνο. Οι επικές περιγραφές των αγώνων «έχτιζαν» μέσα στο μυαλουδάκι τους θρυλικές φιγούρες.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Στη φαντασία τους οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές της εποχής ήταν όπως οι ανίκητοι υπερήρωες κόμικ. Ο «Νέστορας» και τα άλλα μεγαθήρια «είχαν» μπόι δύο μέτρα, δύναμη για να σηκώνουν ολόκληρα οχήματα, σβελτάδα σαν τα τσιτάχ…
Σαν νεαρός στον δρόμο ο Κώστας Νεστορίδης είχε τη σωματοδομή ενός απλού, «κανονικού», ανθρώπου. Ούτε ψηλός ήταν ούτε πολύ γεροδεμένος, τίποτα το ιδιαίτερο. Περπατώντας δεν «τρόμαζε» κανέναν. Ενας «καθημερινός» νεαρός ήταν, που δεν «χτυπούσαν» στο μάτι των άλλων κάποιου είδους αθλητικά προσόντα.
Το ποδόσφαιρο, όμως, είναι λαϊκός πολιτισμός. Η ψυχή αυτού του παιχνιδιού θα ανήκει πάντα στη φτωχολογιά. Στα παιδιά που δεν γεννήθηκαν πλούσια, προνομιούχα ή τόσο προικισμένα σωματικά για να κυνηγήσουν μια στρωμένη με ροδοπέταλα αθλητική καριέρα. Απ’ αυτές τις τρύπιες μπάλες στις αλάνες της κατεστραμμένης Ελλάδας του Β’ Παγκοσμίου, στις αιώνιες φαβέλες της Βραζιλίας ή στα μη προνομιούχα χώματα και τα χαμόσπιτα της Αργεντινής είδαν το φως οι μεγαλύτεροι μύθοι του ελληνικού και παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Οι περισσότεροι έχοντας γεννηθεί με κόντρα τις πιθανότητες, σαν αουτσάιντερ. Ο Γκαρίνσα που μεγαλούργησε, αν και το ένα πόδι του ήταν πιο μακρύ από το άλλο, ο κοντούλης Μέσι που είχε προβλήματα νανισμού και οι γονείς του δεν είχαν να πληρώσουν για θεραπεία, ο «φτωχός του Θεού» Ντιέγκο Μαραντόνα, ο Πελέ που ως παιδί γυάλιζε παπούτσια περαστικών για να φάει.
Ετσι γεννήθηκαν και οι περισσότεροι θρύλοι της Ελλάδας. Ενας απ’ αυτούς ήταν ο Κώστας Νεστορίδης. Οι γονείς του ήταν Πόντιοι πρόσφυγες. Εγκαταστάθηκαν στη Δράμα, αλλά μέσα στον πόλεμο δεν υπήρχαν δουλειές. Μόλις σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί κατέβηκαν στην Αθήνα, δίχως να είναι σίγουρο το ένα πιάτο φαγητό για την οικογένεια.
Στα 13-15 του ο έφηβος Νεστορίδης κοίταζε να βοηθήσει την οικογένειά του: «Επιασα το κασελάκι μου να πάω να κάνω λούστρο στα παπούτσια, να πουλάω τσιγάρα, όλα αυτά γίνανε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Αυτό, όμως, που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν το ποδόσφαιρο. Δεν κουραζόμουν ποτέ. Κουραζόμουν μόνο όταν δεν είχαμε να φάμε. Ημουν και πάρα πολύ μικρός, ενώ δεν ήμουν κι εύσωμος».
Πήγε και πήρε μέρος το 1945-46 σε ένα τουρνουά μεταξύ δήμων της Αττικής. Επαιξε με τη φανέλα της Καλλιθέας. Εβαλε και τα τέσσερα γκολ του αγώνα. Τότε έτυχε να τον δει μια προπολεμική μεγάλη μορφή της ΑΕΚ, ο Κώστας Νεγρεπόντης. Τον προσκάλεσε στην «Ενωση».
Ο Νεστορίδης πήγε για προπόνηση, αλλά για να υπογράψει ζήτησε δουλειά, ώστε να βοηθήσει την οικογένειά του. Η «Ενωση» δεν του βρήκε και γράφτηκε στην Ελλάδα Μοσχάτου, που ο πρόεδρος είχε εργοστάσιο και τον προσέλαβε. Οταν ηρέμησε από τα άγχη κι άρχισε να σκέφτεται περισσότερο το ποδόσφαιρο ως προοπτική, «τρέλαινε» τον κόσμο με όσα έκανε στο γήπεδο.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει περιγράψει πως από πιτσιρικάς ο Νεστορίδης προκαλούσε… τρομοκρατία στους αντιπάλους του: «Κάποια στιγμή σε ένα ματς ο τερματοφύλακας λιποθύμησε από τα γκολ που του έβαζε ο Νεστορίδης. Οταν συνήλθε ο γκολκίπερ, ρώτησε “πόσα έφαγα, τελικά;” Του απάντησαν “12”. Και ξαναλιποθύμησε».
Ηταν ίσως η πρώτη φορά που η Ελλάδα έβλεπε έναν ζογκλέρ της ντρίμπλας με ένα απίστευτο, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, σπάσιμο της μέσης. Χρησιμοποιούσε και τα δύο πόδια, έκανε προσποιήσεις μη αντιμετωπίσιμες από τους αντιπάλους, έβαζε φάλτσα, μπορούσε με την ταχύτητά του να ξεφεύγει από τις άμυνες, είχε μια εκπληκτική αίσθηση του χώρου.
Οταν πήγε στον Πανιώνιο, που τότε έπαιζαν εκεί πολλά παιδιά Ποντίων, άρχισε πλέον να αποκτά τους πρώτους προσωπικούς του θαυμαστές επειδή ήταν πρωτοφανώς φαντεζί. Μια μέρα κατέβαινε την Πανεπιστημίου, όπου είχε κατάστημα ο «βασιλιάς του παπουτσιού» Σεβαστάκης, γενικός αρχηγός της ΑΕΚ.
Ο επιχειρηματίας τον αναγνώρισε και του πρότεινε αυτό που τελικά ήταν γραφτό να γίνει αργά ή γρήγορα. Να ντυθεί στα κιτρινόμαυρα. Οταν ρωτήθηκε τι ήθελε, είπε απλά «πάρτε με στην ΑΕΚ και δεν θέλω τίποτα». Υπέμεινε και 1,5 χρόνο τιμωρίας επειδή έφυγε από τον Πανιώνιο παραβαίνοντας τους τότε κανονισμούς.
Ο Νεστορίδης αγαπήθηκε όσο λίγοι για τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες και τα γκολ που έβαζε: «Κερδίζοντας παίρναμε λίγα χρήματα για να ζήσουμε. Με παρακαλούσαν οι συμπαίκτες μου “Κώστα, βάλε δυο γκολ να πάρουμε γάλα”. Κι εγώ δεν τους χαλούσα το χατίρι».
Από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στη Ν. Φιλαδέλφεια έγινε «ο Θεός της ΑΕΚ». Κόσμος άρχισε να κατεβαίνει από την επαρχία για να τον δει. Τα γήπεδα όπου έπαιζε έκοβαν διπλάσια εισιτήρια. Φίλοι άλλων ομάδων γίνονταν «αεκτζήδες» λόγω Νεστορίδη. Μετά το τέλος των παιχνιδιών οι οπαδοί τον κουβαλούσαν στα χέρια. «Και σαν τον Νεστορίδη κανένας δεν θα βγει» έγραφε πριν από 63 χρόνια ο Βαγγέλης Περπινιάδης.
Ο Κώστας Νεστορίδης «έφυγε» πλήρης ημερών. Εχοντας γευθεί τη λατρεία, την αποθέωση και τη δόξα όσο λίγοι. Πρόλαβε να δει και το νέο γήπεδο στη Ν. Φιλαδέλφεια πέρυσι, να μπει με το καροτσάκι στο χορτάρι και να προσφέρει την πιο συγκινητική στιγμή για κάθε πραγματικό ποδοσφαιρόφιλο…
ΚΩΣΤΑΣ ΝΕΣΤΟΡΙΔΗΣ
Ποδοσφαιριστής
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε στη Δράμα το 1930 από οικογένεια Ποντίων και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο το 1945 από την Καλλιθέα και το 1946 αγωνίστηκε σε ομάδα του Μοσχάτου. Το 1948 έβγαλε δελτίο στον Πανιώνιο και τρία χρόνια αργότερα κλήθηκε στην Εθνική ομάδα. Το 1955 πήγε στην ΑΕΚ, στην οποία αγωνίστηκε για 11 χρόνια, πετυχαίνοντας 186 γκολ σε 226 παιχνίδια. Πέντε σεζόν αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, με την «Ενωση» να κατακτά ένα πρωτάθλημα. Στη συνέχεια έφυγε για την Αυστραλία, προκειμένου να αγωνιστεί με τον σύλλογο των ομογενών «Ελλάδας Μελβούρνης», με τον οποίο κατέκτησε το πρωτάθλημα. Εκλεισε την καριέρα του το 1967 με τη φανέλα του Βύζαντα Μεγάρων. Με την Εθνική αγωνίστηκε σε 17 παιχνίδια και πέτυχε τρία γκολ. Εφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 93 ετών.