Σκληρό παιδί, γνήσιο και «πέτρινο» σαν τη φωνή του Μπιθικώτση, βγαλμένο μέσα από τον μόχθο, τη φτώχεια και την αγωνία της Ελλάδας του πολέμου
Η πρώτη μνήμη που έχω από ποδόσφαιρο είναι από ασπρόμαυρη τηλεόραση σαν χθες, 16 Μαρτίου 1977. Τεσσάρων πέντε χρονών μπόμπιρας τότε, με το γκολ του Μίμη Παπαϊωάννου στο 3-0 της ΑΕΚ επί της ΚΠΡ.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Η πρώτη «πολύχρωμη» μνήμη, από εξέδρα πια, ήταν το 1979, όταν μπαίνοντας στη Ν. Φιλαδέλφεια αντίκρισα Παπαϊωάννου και Δομάζο, στα «γεράματά» τους τότε, να κάνουν πασούλες για ζέσταμα με τη φανέλα της ΑΕΚ λίγο πριν αρχίσει ένα ματς με την Καβάλα, νομίζω. Οι θεατές που ήταν στη Ν. Φιλαδέλφεια παρακολουθούσαν με δέος αυτά τα δύο ιερά τέρατα να είναι συμπαίκτες – μια μυσταγωγία.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου, όπως και ο Μίμης Δομάζος, ήταν πολλές δεκαετίες μπροστά από την εποχή του. Ο μύθος του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα οφείλει πολλά ειδικά σ’ αυτούς τους δύο. Δύο σκληρά μικρόσωμα παιδιά, ανθεκτικά και «πέτρινα» σαν τη φωνή του Μπιθικώτση, δυο απλά λαϊκά πιτσιρίκια βγαλμένα μέσα από τον μόχθο, τη φτώχεια και την αγωνία της Ελλάδας του πολέμου.
Κάθε λέξη και σοφία
Το ποδόσφαιρο είναι λαϊκός πολιτισμός. Και ίσως ο μεγαλύτερος εκφραστής του ήταν ο Μίμης Παπαϊωάννου. «Στο σχολείο δεν πολυπήγαινα, αλλά πήγαινα κάθε μέρα στην προπόνηση της ομάδας του χωριού μου κι έκανα τη μασκότ» έλεγε. Κάθε λέξη του Παπαϊωάννου είχε σοφία. Είχε την αξεπέραστη μόρφωση του ήθους που δεν διδάσκεται σε κανένα πανεπιστήμιο.
Στην πρώτη προπόνηση, όταν πήγε στην ΑΕΚ, έριξε κατά λάθος μια κλοτσιά στον Κώστα Νεστορίδη, που ήταν τότε το πιο βαρύ όνομα της «Ενωσης» και όλοι τον σέβονταν. Ο τεράστιος Νεστορίδης έπεσε κάτω και ο 20χρονος Παπαϊωάννου αμέσως έφυγε για τα αποδυτήρια. Ενιωθε ότι δεν έχει θέση στην ομάδα.
«Επειδή μου έδωσε κλοτσιά κι επειδή ήμουν ο Νεστορίδης, θεώρησε ότι δεν έχει θέση στην ΑΕΚ» έχει πει ο Νεστορίδης και συμπλήρωσε: «Οταν πήγα να τον βρω στα αποδυτήρια, είχε ήδη φορέσει τα στρατιωτικά του ρούχα κι ετοιμαζόταν να φύγει. Του λέω: “Για πού το ’βαλες;” Μου απαντάει: “Επειτα απ’ αυτό που έκανα, πρέπει να φύγω”. Τον ρώτησα από πού είναι, μου λέει: “Πόντιος”. Του λέω: “Κι εγώ Πόντιος είμαι, Μιμάκο, είσαι πατριώτης μου και δεν πρόκειται να πας πουθενά”».
Ο Παπαϊωάννου, ο κορυφαίος Ελληνας παίκτης του 20ού αιώνα, σύμφωνα με τις στατιστικές υπηρεσίες, δεν ένιωθε βεντέτα, δεν είχε τουπέ: «Ηξερα ότι για να σταθεί κάποιος δίπλα στον Νεστορίδη θα έπρεπε να είναι εργάτης. Εγώ αυτή τη δουλειά έκανα τότε. Δούλευα για τον Νεστορίδη».
Οταν ο αείμνηστος Λουκάς Μπάρλος σκεφτόταν να πάρει στην ΑΕΚ τη σημαία του Παναθηναϊκού, τον Μίμη Δομάζο, ρώτησε πρώτα τον Παπαϊωάννου: «Με ρώτησε ο Μπάρλος, επειδή νόμιζε ότι εγώ δεν θέλω να έρθει ο Δομάζος. Λέω “καλά, σοβαρολογείς; Με το Δομάζο παίξαμε στην Εθνική, μακάρι να έρθει”. Τότε βάζει τα κλάματα ο συγχωρεμένος ο Μπάρλος και έρχεται με αγκαλιάζει, με φιλάει και του λέω: “Μα, καλά, θα έρθει ο Δομάζος και εγώ θα πω όχι;”».
Ως παιδί ο Παπαϊωάννου ήταν οπαδός του ΠΑΟΚ. Ο «Δικέφαλος του Βορρά» τον ήθελε, αλλά δεν έδινε αρκετά χρήματα. Μετά ενδιαφέρθηκε η ΑΕΚ, που δαπάνησε 175.000 δραχμές. «Αυτό που με δελέασε περισσότερο στην ΑΕΚ είναι ότι είχε το ίδιο σήμα με τον ΠΑΟΚ, τον δικέφαλο αετό» έλεγε: «Δεν το μετάνιωσα ποτέ».
Λίγο έπειτα από ένα φιλικό με τη Ρεάλ πέρασε από την Αθήνα ο γενικός γραμματέας της «βασίλισσας», καλοκαίρι του 1964, και άφησε δύο επιταγές. Μία 3.000.000 δρχ. για την ΑΕΚ και μία 700.000 για τον Παπαϊωάννου.
Η ΑΕΚ αρνήθηκε να τον πουλήσει επειδή θα ξεσηκωνόταν ο κόσμος, και ο Παπαϊωάννου έφυγε σε περιοδεία με τον Στέλιο Καζαντζίδη για έναν μήνα στη Γερμανία. Είχε καλή φωνή και τραγουδούσε κομμάτια όπως το «Ο πιο καλός ο μαθητής».
Τελικά, η ΑΕΚ τού έδωσε 500.000 δραχμές και επέστρεψε. Από το αεροδρόμιο πήγε κατευθείαν στη Λεωφόρο, όπου πέτυχε δύο γκολ και πήρε μόνος του το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό.
Αγαπητός σε όλους
Σε όλη του την καριέρα, παρά τα σκληρά μαρκαρίσματα που δεχόταν, δεν αποβλήθηκε ποτέ. Είδε μόνο τρεις κίτρινες κάρτες. Ηταν αγαπητός σε όλους τους αντιπάλους του. Ο Γιώργος Κούδας έχει πει: «Δεν έχω δει πιο ήρεμο άνθρωπο μέσα στο γήπεδο, ό,τι κι αν συνέβαινε. Τον κλοτσούσαν κι έλεγε: “Ασ’ τον, δεν πειράζει, θα τελειώσει σε λίγο το παιχνίδι”».
Ο Παπαϊωάννου ήταν πάντα καλογυμνασμένος, έτρωγε πολλά φρούτα, δεν ξενυχτούσε, δεν κάπνιζε. Ηταν χρόνια μπροστά, ένας επαγγελματίας πολύ πριν από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Με το «εξωφρενικό» αριστερό του πόδι και την ποδοσφαιρική του ιδιοφυΐα θα μπορούσε να κάνει μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό.
Οταν τον ρώτησαν πώς κατάφερνε και στεκόταν στον αέρα για τις κεφαλιές του, είπε με απίστευτη σεμνότητα: «Πού να ξέρω; Εχω δει και τον Νίκο Γκάλη που έκανε το ίδιο. Είχα μια ικανότητα που δεν μπορώ να την εξηγήσω».
Ο Μίμης Παπαϊωάννου έφυγε από τη ζωή. Γεμάτος από δόξα, γκολ, μεγάλες στιγμές. Μα, πάνω απ’ όλα με την αιώνια αγάπη του κόσμου και τον απόλυτο σεβασμό των αντιπάλων του. Πάνω και από το τεράστιο ταλέντο του ήταν ο χαρακτήρας του. Ας είναι ελαφρύ το χώμα…
ΜΙΜΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Ποδοσφαιριστής
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε το 1942 στη Νέα Νικομήδεια Ημαθίας κι έφυγε προχθές από τη ζωή. Έχει αναγνωριστεί ως ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα. Αρχισε την καριέρα του από την ομάδα της γενέτειράς του και το 1962 πήρε μεταγραφή στην ΑΕΚ. Με τα κιτρινόμαυρα αγωνίστηκε έως το 1979. Κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα Α΄ Εθνικής, τρία Κύπελλα Ελλάδας και δύο φορές τον τίτλο του πρώτου σκόρερ. Ήταν βασικός συντελεστής σε δύο εντυπωσιακές πορείες της ομάδας στα ευρωπαϊκά κύπελλα, το 1968-69 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και το 1976-77 στο Κύπελλο UEFA. Το 1979 σταμάτησε να αγωνίζεται στην Ελλάδα έπειτα από 480 αγώνες πρωταθλήματος και 233 γκολ. Ολοκλήρωσε την καριέρα του στον Παγκύπριο Νέας Υόρκης ως παίκτης – προπονητής. Στην Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1978, με 61 συμμετοχές και 21 γκολ.