Ο ηθοποιός καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια κάθειρξη για τις δύο απόπειρες βιασμού. Στο Εφετείο η τελική απόφαση
Καταδικασμένος για δύο απόπειρες βιασμού, χωρίς μάλιστα να του αναγνωριστεί κανένα από τα δύο ελαφρυντικά που ζήτησε, αλλά ελεύθερος να συνεχίσει τη ζωή του εκτός φυλακής, έφυγε χθες το βράδυ από την αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας ο Πέτρος Φιλιππίδης.
Ο γνωστός ηθοποιός κάθισε στο εδώλιο του ποινικού δικαστηρίου επί 11 μήνες και δικάστηκε για βιασμό κατ’ εξακολούθηση και για δύο απόπειρες βιασμού σε βάρος τριών γυναικών συναδέλφων του. Η συνολική ποινή που του επιβλήθηκε για τις δύο απόπειρες βιασμού για τις οποίες κρίθηκε ένοχος ήταν κάθειρξη 8 ετών, με το δικαστήριο να του χορηγεί και πάλι ομόφωνα αναστολή μέχρι την έφεση, όπως είχε ζητήσει νωρίτερα η εισαγγελέας της έδρας. Ωστόσο του επιβλήθηκαν οι εξής περιοριστικοί όροι: απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και εμφάνιση σε αστυνομικό τμήμα της περιοχής του το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα. Οταν πλέον η διαδικασία ολοκληρώθηκε και ανακοινώθηκε και η απόφαση για χορήγηση αναστολής, ο Πέτρος Φιλιππίδης έπεσε στην αγκαλιά μιας εκ των δικηγόρων του φανερά συγκινημένος. Σε λυγμούς ξέσπασε και η σύζυγός του Ελπίδα Νίνου. Από το ακροατήριο ακούστηκαν κάποια «μπράβο», ενώ άλλοι φώναξαν «το #metoo νίκησε».
Η δικαστική απόφαση για τον Πέτρο Φιλιππίδη ήλθε έπειτα από 40 και πλέον συνεδριάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από εντάσεις και έντονες διαφωνίες μεταξύ των αντίδικων μερών. Ο δημοφιλής καλλιτέχνης άκουσε πρώτα την πρόεδρο της έδρας να ανακοινώνει ότι δικαστές και ένορκοι ομόφωνα τον αθωώνουν λόγω αμφιβολιών για το αδίκημα του βιασμού κατ’ εξακολούθηση, αλλά ομόφωνα τον κρίνουν ένοχο για τις δύο απόπειρες βιασμού. Για την απόφαση αυτή του δικαστηρίου ο εκ των συνηγόρων του ηθοποιού Μιχάλης Δημητρακόπουλος υποστήριξε ότι «θα γκρεμιστεί στο Εφετείο», διότι «δεν υπάρχει άλλο δικαστικό προηγούμενο να κρίνεται ένοχος για απόπειρα βιασμού κατηγορούμενος που άνοιγε την πόρτα στα δήθεν θύματά του για να φύγουν».
Η εισαγγελέας
Με την απόφαση που εξέδωσαν οι τέσσερις ένορκοι και οι τρεις δικαστές ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου υιοθέτησαν πλήρως την πρόταση που είχε κάνει σε προηγούμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου η εισαγγελέας της έδρας Στέλλα Στόγια. Δεν πείστηκαν για την καταγγελία της πρώτης καταγγέλλουσας, ότι ο συνάδελφός της και συνεργάτης μάλιστα της μητέρας της τη βίασε, και μάλιστα δύο φορές, την πρώτη στα γραφεία της Θεατρικής Εστίας και τη δεύτερη στο θέατρο «Ηβη» το 2008. Αντίθετα, όλα τα μέλη της έδρας πείσθηκαν πως ο ηθοποιός πράγματι επιχείρησε να βιάσει τη δεύτερη καταγγέλλουσα το 2010, στο θέατρο «Μουσούρη», όπως και μία ακόμη συνάδελφό του, τον Αύγουστο του 2014, μέσα στο αυτοκίνητό του σε δρομάκι στο Παλαιό Ψυχικό.
Οι συνήγοροι του Πέτρου Φιλιππίδη έδωσαν μάχη για να αναγνωριστούν στον εντολέα τους τα ελαφρυντικά της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και του πρότερου σύννομου βίου. Ωστόσο το δικαστήριο ομόφωνα δεν του αναγνώρισε κανένα. Εν συνεχεία η εισαγγελέας αγόρευσε επί των ποινών, ζητώντας από δικαστές και ενόρκους να επιβάλουν στον κατηγορούμενο ποινή κάθειρξης έξι ετών για καθεμιά από τις δύο απόπειρες βιασμού για τις οποίες κρίθηκε ένοχος. Ακολούθησε η ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου για την ποινή. Η έδρα επέβαλε έξι έτη κάθειρξης για την πρώτη απόπειρα βιασμού για την οποία κρίθηκε ένοχος ο ηθοποιός και πέντε ετών κάθειρξη για τη δεύτερη απόπειρα βιασμού. Η εισαγγελέας πρότεινε συνολική ποινή κάθειρξης 8 ετών, πρόταση την οποία υιοθέτησε και το δικαστήριο.
Χαμόγελα ικανοποίησης από τις δύο καταγγέλλουσες, ξέσπασε σε κλάματα η τρίτη
Με την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου, οι δύο γυναίκες που είχαν καταγγείλει τον ηθοποιό για απόπειρα βιασμού τους και κατάφεραν να πείσουν δικαστές και ενόρκους για την αξιοπιστία των μαρτυριών τους δεν έκρυψαν την ικανοποίησή τους.
Επεσαν η μια στην αγκαλιά της άλλης, έχοντας δίπλα τους τις συναδέλφους τους Αννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, Λένα Δροσάκη και Πηνελόπη Αναστασοπούλου, οι οποίες πρώτες είχαν καταγγείλει τον Πέτρο Φιλιππίδη για κακοποιητικές συμπεριφορές, όμως όσα περιέγραφαν δεν εξετάστηκαν ποτέ από τη Δικαιοσύνη, καθώς είχαν υποπέσει σε παραγραφή. Χαμόγελα ικανοποίησης ζωγραφίστηκαν στα πρόσωπα των δύο γυναικών, οι οποίες μετά τις αγκαλιές μεταξύ τους έγιναν μια αγκαλιά τόσο εντός όσο και εκτός της αίθουσας και με τις κυρίες Δροσάκη, Παπαχαραλάμπους και Αναστασοπούλου.
Αντίθετα, η ηθοποιός που είχε στραφεί εναντίον του Π. Φιλιππίδη μηνύοντάς τον για βιασμό της, ακούγοντας την πρόεδρο να ανακοινώνει την ομόφωνη αθώωση του κατηγορουμένου ως προς τη δική της περίπτωση, ξέσπασε σε κλάματα. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της και έδειχνε αναστατωμένη. Στο πλευρό της έσπευσαν οι συνάδελφοί της Αννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, Λένα Δροσάκη και Πηνελόπη Αναστασοπούλου, οι οποίες την αγκάλιασαν. Αμέσως μετά η συγκεκριμένη καταγγέλλουσα αποχώρησε από την αίθουσα.
Στην άλλη άκρη του ακροατηρίου βρισκόταν ο Πέτρος Φιλιππίδης, ο οποίος άκουσε την απόφαση δικαστών και ενόρκων με ψυχραιμία και χωρίς να αντιδράσει. Δίπλα του είχε τη σύζυγό του Ελπίδα Νίνου και τον γιο του, όπως και συγγενικά τους πρόσωπα.
Ο καταδικασθείς ηθοποιός έφτασε στο δικαστήριο λίγο πριν από τις 14.00 και πήρε τη θέση του στο εδώλιο. Ομως οι τρεις δικαστές και οι τέσσερις ένορκοι ανέβηκαν στην έδρα μετά τις 16.00 για να ανακοινώσουν την απόφασή τους. Ο Π. Φιλιππίδης καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της μακράς και βασανιστικής αναμονής μιλούσε με τα μέλη της οικογένειάς του, και κυρίως με τους δικηγόρους του, Μιχάλη Δημητρακόπουλο και Κική Πακιρτζίδου, οι οποίοι βρίσκονταν συνεχώς δίπλα του. Μάλιστα, δίπλα του στο εδώλιο βρέθηκε μετά την ανακοίνωση της απόφασης -σε διάλειμμα της δίκης- η αδελφή της Ελπίδας Νίνου, η οποία συνομιλούσε για πολλή ώρα μαζί του.
Η δικαστική αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη όχι μόνο από συναδέλφους του ηθοποιού, που ήρθαν για να ακούσουν την απόφαση, αλλά και από πολίτες που θέλησαν να πληροφορηθούν τη δικαστική ετυμηγορία από πρώτο χέρι. Η Ζέτα Δούκα, η Ανδρομάχη Δαυλού και βεβαίως οι κυρίες Αναστασοπούλου, Παπαχαραλάμπους και Δροσάκη έφτασαν από το μεσημέρι στο δικαστήριο. Μέσα στην αίθουσα τα μέτρα ασφαλείας ήταν ισχυρά, με πάνοπλους αστυνομικούς να κάθονται στη μέση του διαδρόμου, σχηματίζοντας τοίχο μεταξύ των δύο αντίδικων πλευρών.