Ο οσιακός βίος του, η προσφορά του στην Εκκλησία, καθώς και θαυματουργικές εμφανίσεις οδήγησαν τη Σύνοδο του Πατριαρχείου στην απόφαση να τον συμπεριλάβει στις αγιολογικές Δέλτους
Ε ναν νέο σύγχρονο άγιο έχει από χθες η Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να εγγράψει στο αγιολόγιο τον γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη.
Ο σύγχρονος υμνογράφος μοναχός Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905 στη Δρόβιανη της επαρχίας Δέλβινου Βορείου Ηπείρου και εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Μόλις αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο, έφυγε από τη γενέτειρά του, για να ακολουθήσει τον πατέρα του στον Πειραιά, όπου εργαζόταν. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να εγκαταλείψει το σπίτι του, τη μητέρα του και τον αδελφό του, και να ζήσει μαζί με τον πατέρα του, προσφέροντάς του χείρα βοηθείας. Λίγο αργότερα μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου συνέχισε και τις σπουδές του στο γυμνάσιο. Από μικρός εκκλησιαζόταν και είχε πνευματικές ανησυχίες.
Ο ίδιος διηγούνταν: «Η ενορία μας ήταν ο Αγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Συνήθως πηγαίναμε επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, όπου ήτο η παλαιά Ριζάρειος Σχολή, στον Αγιο Γεώργιο της Ριζαρείου, επειδή ήταν κοντά. Εκεί κατ’ επανάληψη λειτούργησε και ο Πενταπόλεως Νεκτάριος, τον οποίο είδα». Τότε ήταν που φύτρωσε μέσα στην καρδιά και στο μυαλό του ο σπόρος να γίνει μοναχός. Και δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να πραγματοποιήσει την κλίση του. Παίρνει τη μεγάλη απόφαση και φεύγει για το Αγιον Ορος στις 15 Αυγούστου 1923. Εκεί εγκαταβιώνει ως δόκιμος στην σκήτη της Αγίας Αννης.
Συγκεκριμένα, στη Μικρά Αγία Αννα, στο κελί του Τιμίου Προδρόμου, έχοντας ως γέροντα τον Μικρασιάτη ιερομόναχο Μελέτιο Ιωαννίδη. Σε αυτή την ερημική, άνυδρη, αιχμηρή και άγονη τοποθεσία της Μικράς Αγίας Αννης βρίσκει απόλυτη πνευματική χαρά και εκπλήρωση του ονείρου της ζωής του. Μπορεί πλέον απερίσπαστα να επιδοθεί στην άσκηση της πνευματικής ζωής και τη μελέτη των ιερών εκκλησιαστικών κειμένων.
Στις 20 Οκτωβρίου του 1924, κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας στη μνήμη του αγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας, έγινε η μοναχική κουρά του, παίρνοντας το όνομα του αγίου. Ηταν αδιαμφισβήτητα πρότυπο υπακοής, ταπεινώσεως και κάθε αρετής. Καθημερινά, πιστοί από κάθε μεριά του κόσμου, καθώς και πολλοί κληρικοί επισκέπτονταν τον γέροντα, για να πάρουν την ευχή του και να συνομιλήσουν μαζί του, κάτι το οποίο, όπως δήλωναν, τους ανάπαυε πολύ. Εφευγαν από το κελί του πάντοτε ωφελημένοι και γοητευμένοι, αφού ο λόγος του ήταν πάντα προσεγμένος. Συνετός στις αποκρίσεις του, απέφευγε συστηματικά τις άκαιρες συζητήσεις και τις φλυαρίες, ενώ επιδίωκε πάντοτε τη σιωπή, την οποία θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών». Τον σπουδαίο αυτόν υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στις 28 Δεκεμβρίου 1968 τίμησε με αργυρό μετάλλιο η Ακαδημία Αθηνών.
Εκοιμήθη στις 7 Δεκεμβρίου 1991, ενώ το είχε προαισθανθεί λίγες ημέρες νωρίτερα και είχε φροντίσει να προετοιμάσει τα πνευματικά του παιδιά. Οι μαρτυρίες για τον οσιακό βίο του, η προσφορά του στην Εκκλησία, καθώς και θαυματουργικές εμφανίσεις οδήγησαν τη Σύνοδο του Πατριαρχείου στην απόφαση να τον συμπεριλάβει στις αγιολογικές Δέλτους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.