Η υπόθεση της Γεωργίας Μπίκα «φωτίζει» την υποκρισία που διαπερνά το σύστημα. Οι προεκτάσεις είναι και πολιτικές, διότι οι χειρισμοί των Αρχών αποδεικνύονται προβληματικοί και γεννούν πολλαπλές ευθύνες
Από τον Ανδρέα Καψαμπέλη
Τις αξεπέραστες παθογένειες που χαρακτηρίζουν το θεσμικό και κοινωνικό οικοδόμημα της χώρας μας ήρθε να αναδείξει η υπόθεση του βιασμού της 24χρονης στη Θεσσαλονίκη, που συνεχίζει να συγκλονίζει την κοινή γνώμη. Οι προεκτάσεις είναι μοιραία και πολιτικές, διότι ο τρόπος που χειρίστηκαν έως τώρα το θέμα οι αρμόδιες Αρχές αποδεικνύεται προβληματικός και γεννά πολλαπλές ευθύνες, οι οποίες επιχειρείται να κρυφτούν κάτω από το χαλί.
Περιστατικά κακοποίησης -και δη σεξουαλικής- γυναικών βεβαίως διαδραματίζονται σχεδόν σε μόνιμη βάση και το αστυνομικό δελτίο περιλαμβάνει καθημερινά διάφορα τέτοια κρούσματα. Ακόμη και η σύλληψη ενός ιερέα, την Παρασκευή, για τον βιασμό ανήλικης ήρθε να προστεθεί στις περιπτώσεις που σοκάρουν, αλλά το περιστατικό της Θεσσαλονίκης έχει αρκετές ιδιαιτερότητες. Και το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο στο γενικότερο θέμα αντιμετώπισης της παραβατικότητας και μείωσης των εγκλημάτων που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας του ατόμου.
Η υπόθεση της Γεωργίας Μπίκα έχει πτυχές που άπτονται του τρόπου λειτουργίας των θεσμικών οργάνων του κράτους, των αστυνομικών και των δικαστικών λειτουργών, όπως επίσης των αντιλήψεων και προκαταλήψεων που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία, αλλά και του ρόλου που παίζουν (ή δεν παίζουν) τα μέσα ενημέρωσης, ηλεκτρονικά και έντυπα. Σε τελική ανάλυση, φωτίζει -αν μη τι άλλο- και την υποκρισία που διαπερνά την πολιτειακή και την πολιτική ελίτ της χώρας, οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις -και κατά το δοκούν- γίνονται λαλίστατες και ξεχειλίζουν από ευαισθησίες. Ποιος μπορεί, για παράδειγμα, να ξεχάσει πως, όταν πρώτη η χρυσή ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου έκανε πριν από περίπου έναν χρόνο τις αποκαλύψεις για τη σεξουαλική κακοποίηση που είχε υποστεί, οι αντιδράσεις ήταν σε όλα τα επίπεδα αστραπιαίες; Τα κανάλια και τα περιοδικά ανταγωνίζονταν ποιο θα της αποσπάσει συνέντευξη ή δήλωση, οι αρμόδιοι υπουργοί έτρεχαν στις κάμερες για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους, η «κάθαρση» είχε γίνει πάλι η αγαπημένη καραμέλα όλων, η δικαστική έρευνα πήρε αμέσως μπροστά και η ελπίδα -προς στιγμήν- ότι κάτι πάει αλλάξει και τα αποστήματα θα σπάσουν φούντωσε.
Μέχρι και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου την προσκάλεσε σε χρόνο-ρεκόρ στο Προεδρικό Μέγαρο για να τη συγχαρεί υπό το φως των τηλεοπτικών προβολέων, ενώ θέση στο κάδρο πήρε με την ίδια ταχύτητα και η Μαρέβα Μητσοτάκη, κάνοντας στο twitter την εξής ανάρτηση: «Η γενναία Σοφία Μπεκατώρου έδωσε το σύνθημα: Σπάμε την αλυσίδα της σιωπής και του φόβου. Καταγγέλλουμε τη σεξουαλική βία. Και την εξορίζουμε από τη ζωή κάθε παιδιού ή εφήβου, κάθε γυναίκας ή άνδρα, κάθε ανθρώπου. Είμαι με τη Σοφία!»
Οι κακές γλώσσες έλεγαν τότε, βέβαια, ότι η υπόθεση αξιοποιήθηκε αφενός για επικοινωνιακούς λόγους, αφετέρου για να ξεκαθαρίσουν εσωτερικοί λογαριασμοί στον αθλητικό χώρο του κυβερνώντος κόμματος. Και, πάντως, όταν τα «σκάγια» έφτασαν στο καλλιτεχνικό στερέωμα και ακούμπησαν τον εκλεκτό της κυβερνητικής ηγεσίας Δημήτρη Λιγνάδη, έγινε εμφανής και όλη η πολιτική δυσανεξία στη διαχείριση της κατάστασης.
Θα ήταν επομένως υπερβολικό να περίμενε τώρα κανείς αντίδραση με γοργά ανακλαστικά και για την 24χρονη, που η ζωή της, μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, κυλούσε μακριά από τη δημοσιότητα και τους μεγάλους ρόλους, έχοντας χάσει μάλιστα πριν από λίγο καιρό και τους δύο γονείς της, όπως και τον σύντροφό της από ανίατη ασθένεια;
Μα, η «άγνωστη» Γεωργία Μπίκα ζούσε σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, προσπαθούσε να ισορροπήσει και να τα βγάλει πέρα μόνη, δεν ανήκε σε celebrities, δεν είχε σχέσεις με κάποιο star system και η μεγαλύτερη «ατυχία» της ήταν ότι βρέθηκε απέναντι σε μια παρέα από πλουσιόπαιδα, γόνους πανίσχυρης επιχειρηματικής οικογένειας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με προσβάσεις, πανάκριβους δικηγόρους, δεσμούς με την πολιτική εξουσία και επιρροή.
Το «Είμαι με τη Γεωργία», που δεν ψέλλισε έως τώρα κανείς από τους ταγούς του δημόσιου βίου, έγινε τσουνάμι από τους απλούς ανθρώπους, αρχικά μέσω του («σκοτεινού», σύμφωνα με την τηλεοπτική συνέντευξη Μητσοτάκη) διαδικτύου, χάρη στο οποίο άρχισαν να έρχονται στο φως στοιχεία και καταγγελίες για αυτήν, όπως και για άλλες ανάλογες υποθέσεις.
Οι ανυποψίαστοι πολίτες φρικάρουν με αυτά που αποκαλύπτονται για τα κυκλώματα μαστροπείας, διακίνησης ναρκωτικών, βιασμών και εκπόρνευσης ανήλικων κοριτσιών, που κρύβονται πίσω από τη λάμψη του χρήματος και τη μεγάλη ζωή πολλών σύγχρονων «προτύπων» του lifestyle και όχι μόνο.
Τα στόματα ανοίγουν επειδή στον κανόνα βρέθηκε και μια εξαίρεση, η οποία έσπασε τον νομό της σιωπής και μίλησε. Όμως, ακόμη και όταν, φεύγοντας από το ξενοδοχείο την Πρωτοχρονιά, πήγε στο αστυνομικό τμήμα για να κάνει την καταγγελία, τα «πάντα» γύρω της τής «υπεδείκνυαν» τον δρόμο της ένοχης σιωπής, τον οποίο ευτυχώς δεν ακολούθησε και βγήκε δημοσίως πια με το πρόσωπό της και μίλησε.
Στο μεταξύ, είχε υποχρεωθεί να μείνει τρεις ολόκληρες ημέρες άπλυτη, ύστερα από τον βιασμό, διότι δεν έγιναν αμέσως οι αναγκαίες τοξικολογικές εξετάσεις. Και ο χρόνος που χάθηκε, όπως ομολογείται τώρα, ήταν πολύτιμος. Επίσης, πέρασαν και δύο ολόκληρες εβδομάδες για να την καλέσουν εισαγγελέας και ανακριτής να καταθέσει. Κατόπιν εορτής κατασχέθηκαν και τα κινητά τηλέφωνα των εμπλεκομένων. Όλο αυτό το διάστημα, η σιωπή είχε καταπλακώσει τα πάντα και η απραγία επικρατούσε στον ορίζοντα…