Ισχυρίστηκε ότι η διαχείριση της πανδημίας ήταν υποδειγματική, αλλά ο πληθυσμός δεν ανταποκρίθηκε λόγω βαλκανικής ιδιαιτερότητας
Κυβέρνηση αρίστων για έναν λαό με το σύνδρομο της «βαλκανικής ιδιαιτερότητας». Στην παραπάνω φράση θα μπορούσε να συνοψιστεί η χθεσινή απάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην επίκαιρη ερώτηση του Αλέξη Τσίπρα για την πορεία της πανδημίας.
Μπορεί ο πρωθυπουργός της χώρας που θρηνεί πάνω από 15.000 θανάτους, που έχει ένα σύστημα υγείας στα όρια της λειτουργικής κατάρρευσης, και που έχει τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού στη δυτική Ευρώπη να μην μπορεί να ψελλίσει ούτε μία συγγνώμη ή έστω να αναγνωρίσει ούτε ένα λάθος στη διαχείριση της πανδημίας;
Φυσικά και μπορεί, αν μιλάμε για την Ελλάδα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος εμφανίστηκε χθες στη Βουλή… σαν σχολιαστής και όχι σαν πρωθυπουργός, λέγοντας πολλά «πρέπει» και ακόμα περισσότερα «θα», εκτοξεύοντας κατηγορίες κατά πάντων… αλλά χωρίς κανένα ίχνος αυτοκριτικής.
Παρά το γεγονός πως η χώρα ακόμα και σήμερα θρηνεί καθημερινά κατά μέσο όρο σαράντα συνανθρώπους μας, τα νοσοκομεία της βόρειας Ελλάδας βρίσκονται στο κόκκινο, και η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού έχει βαλτώσει παραμένοντας κολλημένη στο 60%, ο πρωθυπουργός δεν είπε ούτε λέξη για τις δικές του ευθύνες.
Αντίθετα, από το βήμα της Βουλής, ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυρίστηκε πως η διαχείριση της πανδημίας από την πλευρά της κυβέρνησης ήταν υποδειγματική… αλλά ελέω της «βαλκανικής ιδιαιτερότητας» ο πληθυσμός δεν ανταποκρίθηκε στα μέτρα που εφαρμόστηκαν.
Για τον «μαύρο» απολογισμό των θανάτων επέλεξε να παραθέσει ψεύτικα στοιχεία. Εκανε μάλιστα λόγο για πολύ καλές επιδόσεις της χώρας στους θανάτους ανά εκατομμύριο, σημειώνοντας πως μόνο τον τελευταίο μήνα τα νούμερα είναι ανησυχητικά.
«Επιλέγετε να παρουσιάζετε τα όντως άσχημα δεδομένα της χώρας μας στους θανάτους τον τελευταίο μήνα». Τα πραγματικά δεδομένα δείχνουν, είπε ο κ. Μητσοτάκης, πως η Ελλάδα έχει 1.480 θανάτους ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμού, πολύ καλύτερη επίδοση (μίλησε για μακάβρια δεδομένα) από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι τελείως διαφορετική. Στον δείκτη θανάτων ανά επιβεβαιωμένο κρούσμα η Ελλάδα από την 1η Ιουνίου μέχρι σήμερα «κοντράρεται» σταθερά για την πρώτη θέση με την Ιταλία, όταν τα ποσοστά χωρών όπως η Σουηδία, η Δανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία και η Πορτογαλία είναι πολύ χαμηλότερα.
Για την τραγική κατάσταση του ΕΣΥ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε πως η πρωτοβάθμια φροντίδα ήταν διαχρονικά «πρόβλημα» της ελληνικής Πολιτείας, ενώ γνωστοποίησε πως στα νοσοκομεία της επικράτειας βρίσκονται υπερσύγχρονες νέες μονάδες, αποσιωπώντας όμως τις καταγγελίες που θέλουν ασθενείς να πεθαίνουν στα νοσοκομεία της βόρειας Ελλάδας περιμένοντας μία ΜΕΘ.
«Δεν μπορείτε να αμφισβητείτε τα πραγματικά δεδομένα, όπως ότι διπλασιάσαμε τα κρεβάτια ΜΕΘ. Μας παραδώσατε ένα ΕΣΥ με ελλείψεις. Φτάσαμε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, πηγαίνετε στα νοσοκομεία να δείτε. Είναι αλήθεια ή ψέματα αυτά; Είναι κυβερνητική προπαγάνδα; Οσα κάναμε για το ΕΣΥ είναι παρακαταθήκη και για μετά τον Covid. Δεν μπορεί να ερχόμαστε εδώ και να μηδενίζουμε την προσπάθεια αυτή» είπε ο πρωθυπουργός.
Παράλληλα και παρά το γεγονός πως τα νοσοκομεία της βόρειας Ελλάδας δοκιμάζονται από την υποστελέχωση και τις αναστολές, ο πρωθυπουργός δεν έχασε την ευκαιρία να επαναλάβει τη θέση του, ότι οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί θα παραμείνουν σε αναστολή όσο δεν εμβολιάζονται και η πανδημία παραμένει.
Το… καλύτερο όμως ο Ελληνας πρωθυπουργός το κρατούσε για την πορεία των εμβολιασμών. Σε αυτό το σημείο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης για ακόμα μία φορά δεν έχασε την ευκαιρία να καθυβρίσει τον λαό μιλώντας για «βαλκανική ιδιαιτερότητα», ενώ κατήγγειλε και την αντιπολίτευση πως βάζει τρικλοποδιές στην εμβολιαστική καμπάνια.
«Δεν έχω τη δυνατότητα να υποχρεώσω όλους τους Ελληνες να εμβολιαστούν. Ο καθένας έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες της επιλογής του. Οπως έκαναν ορθή επιλογή 6.500.000 πολίτες» είπε ο πρωθυπουργός, ξεχνώντας βέβαια να αναφέρει τα αλαλούμ της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών αλλά και το γεγονός πως ο ίδιος αντί να πείσει τον λαό, τον πόλωσε και αντί να αξιοποιήσει τους επιστήμονες, έστησε την καμπάνια των εμβολιασμών με «ανθυποσελέμπριτι».