Σπίτια καμένα, μισογκρεμισμένα, στάχτη παντού και ένα σύννεφο τόσο πυκνό, που λες ότι χρειάζεται μαχαίρι για να το κόψεις και να περάσεις.
- Του Μιχάλη Ψύλου
Είναι η πρώτη εικόνα που συναντάς φθάνοντας τώρα σε ένα από τα χωριά της Ιστιαίας, στην Κοκκινομηλιά, το πάλαι ποτέ γραφικό χωριουδάκι, που σήμερα είναι χωριό-φάντασμα, σκαρφαλωμένο σε ένα βουνό επίσης φάντασμα, τον Καβαλάρη, που μέχρι πριν από λίγες ημέρες «φιλοξενούσε» στις πλαγιές του ένα πυκνό δάσος από πεύκα, αλλά σήμερα βλέπει κανείς μόνο καμένους κορμούς να καπνίζουν. Περνώντας μέσα από στενά, μαυρισμένα δρομάκια βλέπεις στις αυλές των σπιτιών μόνο στάχτη, εκεί που κάποτε υπήρχαν πολύχρωμα λουλούδια.
«Η Κοκκινομηλιά ήταν το πρώτο χωριό στον Δήμο Ιστιαίας που έζωσαν οι φλόγες, καθώς η πύρινη λαίλαπα κατάπινε τον Καβαλάρη, αφού πρώτα είχε κατακάψει τα χωριά της Λίμνης» λέει στη «δημοκρατία» η Κική Γεραλή, κάτοικος και ιδιοκτήτρια της μοναδικής ταβέρνας στην Κοκκινομηλιά.
Συγκλονισμένοι
Τη συναντήσαμε στην άκρη του χωριού, μαυρισμένη από την κάπνα και τη στάχτη. Παγωμένο το πρόσωπό της, γερασμένο το βλέμμα, δύσκολα βγαίνει η λαλιά. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι χάθηκε το χωριό…» είναι τα πρώτα λόγια που ψελλίζει η Κική.
«Πιστεύαμε ότι οι άνδρες θα συγκρατούσαν τη φωτιά στην κορφή του Καβαλάρη και δεν θα περνούσε στη δική μας πλευρά. Για δύο μέρες τα κατάφεραν, την τρίτη νικήθηκαν. Μέσα σε 20 λεπτά, η φωτιά έφτασε στο χωριό. Λαμπάδιασαν τα σπίτια και η ιστορική εκκλησία των Ταξιαρχών, που είχε φτιαχτεί από ονομαστούς μαστόρους το 1890. Το περίφημο τέμπλο έγινε στάχτη, τα σπάνια ψηφιδωτά το ίδιο. Καπνός παντού και αποκαΐδια.
Η φωτιά πέρασε μέσα από το χωριό, 15 σπίτια κάηκαν ολοσχερώς, η εκκλησία μας κάηκε. Στάβλοι, αποθήκες, το δίκτυο ύδρευσης κατεστραμμένο, ρεύμα δεν υπάρχει, νερό δεν υπάρχει» λέει η Κίκη και ένα πελώριο «γιατί» είναι ζωγραφισμένο στα μάτια της.
Μόνοι τους στο χάος
«Δεν μας βοήθησε κανείς, προσπαθούσαμε να σβήσουμε τις φωτιές μόνοι μας για να μην καούν και τα υπόλοιπα σπίτια. Μόνο ο δήμος έστειλε κάποιες υδροφόρες. Δεν πέρασε ούτε ένα αεροπλάνο από τη γύρω περιοχή – μας άφησαν να καούμε».
Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού που επέστρεψαν περιγράφουν τις δραματικές ώρες: «Παίρναμε την Πυροσβεστική την τρίτη μέρα μετά την καταστροφή του χωριού για να στείλουν ένα όχημα για να σβήσουν τις αναζωπυρώσεις, καθώς εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα με τους κουβάδες. Δεν ήρθαν. Ξαναπαίρναμε τηλέφωνο την επόμενη μέρα γιατί καιγόταν μια αποθήκη και μας φώναζαν άγρια: “Δεν υπάρχει φωτιά. Το ξέρετε ότι μπορεί να σας επιβληθεί πρόστιμο 1.500 ευρώ για άσκοπη μετακίνηση οχήματος;”»