Μορφή επιδημίας θα λάβουν στη χώρα μας τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τα εγκεφαλικά, τονίζει στη «δημοκρατία» ο Χρήστος Λιονής
Συνέντευξη στην Κέλλυ Φαναριώτη
Το καμπανάκι του κινδύνου για νέα έξαρση «επιδημιών» στη χώρα μας, που θα αφορά τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα, κρούει μέσα από τη «δημοκρατία» ο καθηγητής Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης Χρήστος Λιονής, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη δημιουργίας υποδομών για τη διαχρονική πρόληψη και παρακολούθηση της υγείας του πληθυσμού.
Όπως εξηγεί, οι δείκτες της Ελλάδας όσον αφορά τα καρδιαγγειακά νοσήματα ήταν εδώ και καιρό υψηλοί συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη και αναμένεται να «ανηφορίσουν» ακόμα περισσότερο, ως απότοκο της πανδημίας και του άγχους που αυτή προκαλεί.
«Όταν αυτό φαίνεται και διαβάζεται πριν από την πανδημία, καταλαβαίνετε ότι μετά το πέρας αυτής, με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που θα ακολουθήσουν, την αύξηση της ανεργίας, το υπερβολικό στρες και τις ψυχιατρικές διαταραχές, αναμένεται αύξηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα πολύ ισχυρό σύστημα υγείας που θα βασιστεί σε δύο πυλώνες, την ολοκληρωμένη μορφή μιας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) και ενός συστήματος κοινωνικής φροντίδας με τις κλειστές δομές. Μία από τις “πληγές” του υφιστάμενου συστήματος, που αναδείχθηκε μέσα στην πανδημία και που καθιστά επιτακτική την ενδυνάμωση της ΠΦΥ, είναι η παραμέληση των ηλικιωμένων, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκασμένοι να ζουν χωρίς φροντίδα και απομονωμένοι».
Ο δρ Λιονής τους τελευταίους μήνες επέβλεπε αλλά και πραγματοποιούσε τους εμβολιασμούς των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου, μια διαδικασία που, όπως παραδέχεται, του έδωσε σπουδαία μαθήματα ζωής. Η καθημερινή επαφή με αυτή την ηλικιακή ομάδα του πληθυσμού τον συγκίνησε ιδιαίτερα, διότι είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει μέσα από τη συζήτηση μαζί τους τούς φόβους, τις αγωνίες και τις ελπίδες τους.
«Η δίψα τους για συζήτηση είναι μεγάλη. Αναζητούσαν την οικογένειά τους, τα εγγόνια τους, τα παιδιά τους. Είδα όμως αντοχή στον αναγκαστικό “αποκλεισμό’’ τους λόγω της πανδημίας. Έβλεπα την αγωνία τους για να συναντήσουν ξανά τα αγαπημένα τους πρόσωπα, ενώ μία από τις μεγάλες επιθυμίες τους ήταν να εμβολιαστούν, γιατί η ζωή τους δεν έχει πολλά χρόνια ακόμα, ήθελαν να κάνουν αυτό το εμβόλιο για να αποκτήσουν ξανά την επαφή με τους άλλους».
Ο ίδιος φρόντιζε να δίνει το προσωπικό του τηλέφωνο στους ηλικιωμένους που συναντούσε για το εμβόλιο, αφού πρώτα τους ενημέρωνε για τυχόν παρενέργειες που μπορεί να αντιμετώπιζαν και οι οποίες θα διαρκούσαν λίγες μόνο ώρες. Παρόλο που ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση, έχοντας το τηλέφωνο του γιατρού καθώς έφευγαν από το νοσοκομείο, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που εν τέλει επικοινώνησαν μαζί του.
«Η ενημέρωση καθησυχάζει και βοηθά πάρα πολύ στο να μη χρησιμοποιούνται χωρίς λόγο οι υπηρεσίες υγείας. Δεν μπορώ να διανοηθώ να διδάξω Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, εάν δεν πω στον γιατρό ότι θα πρέπει να δίνει στον ασθενή μια κάρτα με τις ώρες που είναι διαθέσιμος για να επικοινωνήσει τηλεφωνικά, αν παραστεί ανάγκη. Αυτό δεν έχει οργανωθεί ποτέ, αλλά καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι να ξέρει κάποιος ότι μπορεί να πάρει τον γιατρό του να μιλήσει» σημειώνει, προσθέτοντας πως η οικογένεια είναι ακόμη ζωντανή στην Ελλάδα και το σύστημα υγείας θα πρέπει να στραφεί προς αυτήν.
«Η ελληνική οικογένεια αντέχει, αλλά εξαντλείται. Αυτή είναι που θα πληγεί μετά την περίοδο του κορονοϊού, θα κλείσει μέσα της τη φτώχεια κι όλα τα προβλήματα που θα ακολουθήσουν, και αυτή θα πρέπει να ενδυναμώσουμε και να ενισχύσουμε. Το μήνυμα αυτή τη στιγμή σε όλους είναι αν θέλετε να συζητήσετε καινούργιους θεσμούς, βρείτε έναν που θα φέρνει σε επαφή την υγεία με την οικογένεια».
Μία από τις στιγμές που τον συγκίνησε ιδιαίτερα στη μέχρι τώρα πορεία του ήταν όταν πριν από λίγες ημέρες μια ηλικιωμένη γυναίκα που έκανε τη δεύτερη δόση του εμβολίου δεν ήθελε να φύγει, αν δεν τον δει. Όταν ο 66χρονος καθηγητής Ιατρικής ζήτησε να την κατευοδώσει, οδηγώντας το αμαξίδιο της ως το ισόγειο του νοσοκομείου, εκείνη γύρισε και του είπε: «Γιατρέ μου, θυμάστε τι μου έχετε υποσχεθεί;».
«Την είχα δει δύο φορές στη ζωή μου. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμόμουν, αλλά μου εξήγησε ότι της είχα πει πως θα την επισκεφθώ στο σπίτι της και συνέχισε: “Σας παρακαλώ, ελάτε να με δείτε”. Το βλέμμα της με συγκίνησε. Μου το έλεγαν οι εξαιρετικοί μου δάσκαλοι στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας πριν από πολλά χρόνια για τη σημασία του βλέμματος, αλλά είναι διαφορετικό όταν το συναντάς ο ίδιος» διηγείται και καταλήγει: «Οι υπερήλικοι είναι μεγάλος θησαυρός, διότι μέσα τους κρύβονται η παράδοση, τα έθιμα, η ιστορία ενός τόπου. Αυτό το όψιμο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα εν μέσω πανδημίας με εκπλήσσει, το δέχομαι, αλλά αναζητώ και εκφράζω την προσδοκία όχι μιας απλής συνέχισής του, αλλά και μιας μετεγγραφής του σε θεσμούς».