Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του βουνού, ήταν το καμάρι των κατοίκων του μικρού ορεινού χωριού.
Δυστυχώς όμως ήρθε ο βάρβαρος κατακτητής και μαζί με όλη τη χώρα υποδούλωσε και το χωριό του Προφήτη Ηλία. Ενα μέρος του στρατού του εχθρού στρατοπέδευσε στον χώρο απ’ όπου περνούσε ο δρόμος για το εκκλησάκι. Ούτε τον παπά δεν άφηναν να περάσει.
Ο χειμώνας ήρθε βαρύς στο χωριό του Προφήτη Ηλία, αλλά πιο πολύ από τη βαρυχειμωνιά βασάνιζε τον κόσμο η συνεχιζόμενη κατοχή από τον κατακτητή. Η ψυχή τους ένιωθε ακόμη μεγαλύτερο βάρος γιατί πλησίαζαν τα Χριστούγεννα.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε για τον προφήτη την ημέρα της Γέννησης του Χριστού» είπε προβληματισμένος ο παπα-Χριστόφορος στον Αριστοτέλη, τον επιστάτη της εκκλησίας.
«Έχεις δίκιο, παπά μου, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε; Μπορούμε να τα βάλουμε με ολόκληρο στρατό;»
«Προσεύχομαι στον Θεό κάθε μέρα να μου δείξει τον τρόπο. Μόνο Εκείνος ξέρει» απάντησε ο παπάς.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, που το χιόνι είχε πέσει ακόμη πιο πυκνό, ο παπάς βιαστικός συνάντησε τον πιστό βοηθό του και του είπε:
«Άκουσέ με, Αριστοτέλη. Χθες το βράδυ ο Θεός ήρθε στον ύπνο μου και μου έδωσε εντολή να πάμε αύριο, που είναι Χριστούγεννα, στο εκκλησάκι του προφήτη. Μου έδωσε και οδηγίες για το πώς θα γίνει αυτό».
«Μεγάλη η Χάρη Σου, Θεέ μου» έκανε εκείνος και σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια.
«Θα κάνουμε τον γύρο του βουνού και θα πλησιάσουμε το εκκλησάκι από την πίσω μεριά» είπε ο παπάς.
«Μα, θα μας πάρει πολλές ώρες αυτό. Επιπλέον, θα μας δούνε οι βάρβαροι μόλις πλησιάσουμε στο εκκλησάκι» απάντησε ο Αριστοτέλης.
«Θα βαδίσουμε μέσα στη νύχτα και θα φτάσουμε στον προορισμό μας προτού ακόμη ξημερώσει» συνέχισε ο παπάς.
«Και με τα άγρια ζώα τι θα γίνει, παπά; Εκεί είναι γεμάτος ο τόπος. Τώρα που δεν βρίσκουνε εύκολα τροφή λόγω του χιονιού, θα μας φάνε ζωντανούς» είπε ανήσυχος ο βοηθός. Ο Αριστοτέλης στην πραγματικότητα ανησυχούσε για τον παπά. Ο ίδιος ποτέ δεν φοβήθηκε τα ζώα και ήξερε να τα αντιμετωπίζει.
«Θα μας προστατεύει ο προφήτης. Αλλωστε, τι έχω να φοβηθώ, αφού θα έχω εσένα μαζί μου» είπε γελώντας ο παπάς.
Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ο παπάς κι ο βοηθός του ξεκίνησαν για τη δύσκολη και πολύ επικίνδυνη αποστολή τους. Ο Αριστοτέλης ήξερε πολύ καλά τον δρόμο και μπορούσε να πάει στο εκκλησάκι ακόμη και με κλειστά τα μάτια.
Ο Θεός τούς προστάτευε και έφτασαν κοντά στο εκκλησάκι χωρίς να συναντήσουν απολύτως τίποτα. Οταν έφτασαν αρκετά κοντά, ξάπλωσαν επάνω στο χιόνι και παρατήρησαν με προσοχή τα πάντα γύρω τους. Κανένα σημάδι από άνθρωπο.
«Περίεργο… Πώς και δεν έχουν σκοπό απέξω; Το σημείο είναι κατάλληλο για να ελέγχουν όλη την περιοχή από ψηλά» ψιθύρισε ο Αριστοτέλης.
«Η πόρτα είναι μισάνοιχτη. Γιατί άραγε;» ρώτησε ο παπάς.
Για αρκετή ακόμη ώρα προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει.
«Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος εκεί πέρα. Αλλιώς η πόρτα θα ήτανε κλειστή» είπε έπειτα από ώρα ο παπάς.
Σηκώθηκαν και προσεκτικά πλησίασαν το εκκλησάκι. Τίποτα δεν ακουγόταν. Πέρασαν τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκαν μέσα. Ο παπάς έβγαλε από την τσέπη του ένα κερί και το άναψε. Το φως του κεριού απλώθηκε αμυδρό στο εκκλησάκι και οι δυο άνθρωποι δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη συγκίνησή τους. Τα δάκρυά τους έτρεξαν την ώρα που έσκυψαν ταπεινά προς τα κάτω το κεφάλι τους και έκαναν με ευλάβεια τον σταυρό τους.
Οταν σήκωσαν το βλέμμα τους, έμειναν και οι δύο αποσβολωμένοι με αυτό που αντίκρισαν. Στη γωνιά έξω από το Ιερό κοιμόταν ένα μεγαλόσωμο ζώο.
«Προφήτη μου Ηλία, τι είναι αυτό;» έκανε ο παπάς.
«Σσσς! Μια αρκούδα είναι» είπε ο Αριστοτέλης.
Εμειναν εκεί ακίνητοι και χωρίς να μιλούν για αρκετή ώρα. Ολο αυτό το διάστημα η αρκούδα δεν κινήθηκε καθόλου.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ψιθυριστά ο παπάς.
«Να ανάψουμε το καντήλι και να φύγουμε» απάντησε ο βοηθός του.
«Μήπως την τρομάξουμε και εξαγριωθεί;» είπε ο παπάς.
«Ας μην κάνουμε φασαρία» πρότεινε ο Αριστοτέλης. «Βρίσκεται σε χειμερία νάρκη».
Αναψαν με προσοχή το καντήλι και πήραν τον δρόμο του γυρισμού.
«Καλύτερο φύλακα, έστω και κοιμισμένο, δεν θα μπορούσε να έχει το ξωκλήσι» είπε κάποια στιγμή ο παπάς.
«Θαύμα, θαύμα! Μεγάλη η χάρη του προφήτη» απάντησε ο Αριστοτέλης.
«Μεγάλη η Χάρη και του Θεού» συμπλήρωσε ο παπάς και έκαναν τον σταυρό τους και οι δύο.
«Ας βιαστούμε όμως λιγάκι, παπα-Χριστόφορε, γιατί άρχισε να χαράζει» είπε ο Αριστοτέλης.
Η δύναμη της μεγάλης πίστης τους τούς έδωσε φτερά στα πόδια. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον άνθρωπο, όταν πιστεύει βαθιά στον Θεό.