Με τη σύγχρονη αντιυπερτασική θεραπεία η υψηλή πίεση μπορεί να ρυθμιστεί άριστα σε όλους σχεδόν τους ασθενείς, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, γεγονός που συμβάλλει σημαντικά στην πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων • Με την υπογραφή του Μιχάλη ΚεφαλογιάννηΠάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο (1 στους 3 ή 4 ενηλίκους) είναι υπερτασικοί, με αποτέλεσμα η υπέρταση να αποτελεί τη συχνότερη αιτία επίσκεψης σε γιατρό.
Η υπέρταση αποτελεί τον ισχυρότερο τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα (κυρίως εγκεφαλικά επεισόδια, εμφράγματα, καρδιακή ανεπάρκεια, νεφρική βλάβη κ.λπ.).
Με τη σύγχρονη αντιυπερτασική θεραπεία η υπέρταση μπορεί να ρυθμιστεί άριστα σε όλους σχεδόν τους ασθενείς, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, γεγονός που συμβάλλει σημαντικά στην πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
«Δυστυχώς, στην Ελλάδα λιγότεροι από το ένα τέταρτο των υπερτασικών έχουν καλή ρύθμιση της πίεσης με τη θεραπεία. Επιπλέον, παρά την επικρατούσα αντίληψη, η αυξημένη πίεση δεν προκαλεί ενοχλήματα και έτσι πολλοί υπερτασικοί παραμένουν αδιάγνωστοι και χωρίς θεραπεία για χρόνια» επισημαίνει ο Γιώργος Στεργίου, καθηγητής Παθολογίας – Υπέρτασης, υπεύθυνος κέντρου υπέρτασης στη Γ΄ Παθολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου «Σωτηρία».
Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν νέες ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες που φέρνουν αλλαγές τόσο στη διάγνωση όσο και στη θεραπεία και σηματοδοτούν την έναρξη μιας νέας εποχής στην υπέρταση. Μια εποχή με μεγαλύτερη ακρίβεια στην επιλογή ασθενών για έναρξη θεραπείας και αυστηρότερη ρύθμιση, στοχεύοντας στην αποτελεσματικότερη προστασία από τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
▲ Τι αλλάζει στη διάγνωση
Η διάγνωση της υπέρτασης στις περισσότερες περιπτώσεις δεν βασίζεται πλέον μόνο σε μετρήσεις της πίεσης στο ιατρείο, αλλά χρειάζεται επιβεβαίωση με μετρήσεις της πίεσης εκτός ιατρείου (στο σπίτι από τους ίδιους τους ασθενείς ή με 24ωρη καταγραφή της πίεσης), οι οποίες όμως πρέπει να γίνονται ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες.
Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις για αύξηση της θεραπείας, για τις οποίες συνήθως χρειάζεται επιβεβαίωση με μετρήσεις της πίεσης εκτός ιατρείου.
«Ατομα με συστολική πίεση (μεγάλη πίεση) στο ιατρείο 140 mmHg ή υψηλότερη ή διαστολική πίεση (μικρή πίεση) 90 mmHg ή υψηλότερη και στο σπίτι συστολική 135 mmHg ή υψηλότερη ή διαστολική 85 mmHg ή υψηλότερη έχουν υπέρταση. Σε άτομα με πίεση στο ιατρείο συστολική 120-160 mmHg ή διαστολική 80-100 mmHg είναι απαραίτητη η προσεκτική αξιολόγηση της πίεσης εκτός ιατρείου για την αποκάλυψη περιπτώσεων με “υπέρταση λευκής μπλούζας“ ή “συγκαλυμμένη υπέρταση“» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Στεργίου.
Οπως ο ίδιος εξηγεί, η «υπέρταση λευκής μπλούζας», όπως ονομάζεται, είναι η κατάσταση κατά την οποία η πίεση κατά τη μέτρηση στο ιατρείο είναι μεγαλύτερη από 140/90 mmHg (συστολική/ διαστολική) αλλά στο σπίτι σε συστηματικές μετρήσεις για μερικές μέρες η πίεση είναι χαμηλότερη από 135/85 mmHg ή η 24ωρη καταγραφή της πίεσης δεν δείχνει υπέρταση.
Αντίθετα, όταν η πίεση στο ιατρείο είναι χαμηλότερη από 140/90 mmHg αλλά στο σπίτι σε συστηματικές μετρήσεις για μερικές μέρες η πίεση είναι από μεγαλύτερη 135/85 mmHg ή η 24ωρη καταγραφή της πίεσης δείχνει υπέρταση, τότε πρόκειται για συγκαλυμμένη υπέρταση.
▲ Θεραπεία μετάτην επιβεβαίωση
Εναρξη φαρμακευτικής θεραπείας συστήνεται σε όλες τις περιπτώσεις με επιβεβαιωμένη αύξηση της πίεσης στο ιατρείο (140/90 mmHg ή υψηλότερη) και στο σπίτι (135/85 mmHg ή υψηλότερη). «Σε περιπτώσεις με “υπέρταση λευκής μπλούζας” ή συγκαλυμμένη υπέρταση χρειάζεται επιβεβαίωση της διάγνωσης και εξατομικευμένη αξιολόγηση από τον γιατρό για ενδεχόμενη θεραπεία» υπογραμμίζει ο κ. Στεργίου.
Σε άτομα με πίεση στο ιατρείο κοντά στα όρια των 140/90 mmHg (συστολική 130-139 ή διαστολική 85-89 mmHg) συστήνεται αντιυπερτασική φαρμακευτική θεραπεία, όταν ο υπολογιζόμενος από τον γιατρό κίνδυνος για καρδιαγγειακό επεισόδιο είναι πολύ μεγάλος (κυρίως σε ασθενείς με καρδιαγγειακή ή νεφρική βλάβη, διαβητικούς με επιπρόσθετα προβλήματα κ.λπ.).
«Ατομα με οριακές τιμές πίεσης και μικρότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακό επεισόδιο χρειάζονται μη φαρμακευτικά μέσα για τη μείωση της πίεσης, όπως μείωση του σωματικού βάρους, τακτική σωματική άσκηση (για παράδειγμα, γρήγορο βάδισμα για μία ώρα τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα), μείωση του αλατιού στο φαγητό, δίαιτα με πολλά φρούτα, λαχανικά και γαλακτοκομικά χωρίς λίπη» συστήνει ο κ. Στεργίου και προσθέτει ότι «οι συνήθειες αυτές είναι απαραίτητες και για υπερτασικούς που παίρνουν θεραπεία γιατί μειώνουν τις ανάγκες σε φάρμακα και επιπλέον βελτιώνουν κι άλλους σημαντικούς παράγοντες κινδύνου, όπως η χοληστερίνη και το σάκχαρο.
Η διακοπή του καπνίσματος είναι σημαντική προτεραιότητα επειδή το κάπνισμα συχνά είναι πιο επικίνδυνο από την υπέρταση.
▲ Διαφοροποιήσεις και σχετικά με τα φάρμακα
Οι οδηγίες αλλάζουν και τη στρατηγική φαρμακευτικής θεραπείας. Ενθαρρύνεται η χορήγηση συνδυασμών φαρμάκων ακόμα και για έναρξη θεραπείας, ενώ συστήνεται η απλούστευση της θεραπείας χρησιμοποιώντας σταθερούς συνδυασμούς φαρμάκων (δύο ή τρία φάρμακα σε ένα χάπι). «Εναρξη θεραπείας με ένα φάρμακο προτείνεται κυρίως για συστολική πίεση μέχρι 150 mmHg και για άτομα άνω των 80 ετών» επισημαίνει ο κ. Στεργίου. Ως θεραπεία πρώτης γραμμής συστήνονται τα θειαζιδικά διουρητικά, οι ανταγωνιστές του ασβεστίου, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου και οι αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης.
Για την άριστη ρύθμιση της πίεσης χρειάζεται επανεκτίμηση της θεραπείας κάθε μήνα.
Τι αλλάζει στον στόχο της θεραπείας
Σύμφωνα με τις οδηγίες του 2018, συνιστάται ο πρωταρχικός στόχος της αγωγής να είναι η πτώση της πίεσης κάτω από 140/90 mmHg σε όλους τους ασθενείς.
Το ιδανικό εύρος τιμών της συστολικής αρτηριακής πίεσης για τους ασθενείς κάτω των 65 ετών είναι μεταξύ 120-130 mmHg και για τις ηλικίες από 65 ετών και άνω 130-140 mmHg.
«Εξαίρεση αποτελούν οι ασθενείς με νεφρική βλάβη που έχουν στόχο 130-140 mmHg» επισημαίνει ο κ. Στεργίου.
Σε άτομα πάνω από 80 ετών η θεραπεία εξατομικεύεται ανάλογα με τη γενική σωματική και νοητική κατάσταση.
Γενικά φαρμακευτική θεραπεία προτείνεται σε συστολική πίεση 160 mmHg και ο στόχος είναι 130-140 mmHg. Ομως, δεν μειώνεται η θεραπεία σε άτομα που φτάνουν στα 80 έτη και την ανέχονται καλά.
Για τη διαστολική πίεση ο στόχος είναι 70-79 mmHg σε όλους (στους ηλικιωμένους συχνά είναι χαμηλότερη χωρίς θεραπεία).
Παρακολούθηση της πίεσης στο σπίτι
Ατομα που παίρνουν φάρμακα για την υπέρταση είναι χρήσιμο να κάνουν μετρήσεις της πίεσης στο σπίτι μια δυο φορές την εβδομάδα ή τον μήνα, και όχι κάθε μέρα.
Οι μετρήσεις γίνονται μόνο στο σπίτι, σε καθιστή θέση και σε συνθήκες ηρεμίας. Οι μετρήσεις που γίνονται όταν υπάρχει πονοκέφαλος, εκνευρισμός, πανικός κ.λπ. ή αμέσως ύστερα από κάποια προσπάθεια δεν είναι αντιπροσωπευτικές.
Κάθε φορά πρέπει να γίνονται δύο μετρήσεις και μετά λίγα λεπτά ανάπαυση.
Πριν από κάθε επίσκεψη στον γιατρό ή όταν υπάρχει υποψία απορρύθμισης ή υπερβολικής μείωσης της πίεσης που ίσως χρειάζεται τροποποίηση της θεραπείας, πρέπει να γίνονται μετρήσεις της πίεσης για τουλάχιστον τρεις και μέχρι επτά μέρες. «Αξιολογείται ο μέσος όρος όλων των μετρήσεων εκτός της πρώτης μέρας και πρέπει να είναι η συστολική πίεση κάτω από 135 mmHg και η διαστολική κάτω από 85 mmHg» τονίζει ο κ. Στεργίου.
Οι μετρήσεις πρέπει να γίνονται το πρωί πριν από τα φάρμακα και το απόγευμα.
Συστήνονται πιστοποιημένα ηλεκτρονικά πιεσόμετρα που μετρούν στο μπράτσο και όχι στον καρπό για να υπάρχει μεγαλύτερη αξιοπιστία στις μετρήσεις.