Ολα είναι δυνατόν να συμβούν, αρκεί να ξέρεις τον τρόπο» συνήθιζε να λέει ο Τζόρνταν Μπέλφορτ, ο άνθρωπος που ενέπνευσε την ταινία «Ο λύκος της Wall Street». Στην περίπτωση των golden boys της Βρετανίας και του σκανδάλου με το ποσό-μαμούθ του 1 δισ. λιρών το 2008 από στελέχη της τράπεζας ΗΒΟS, ο «τρόπος» περιελάμβανε απάτες εις βάρος μικροεπιχειρηματιών, λεηλασία των οικονομιών μιας ζωής ανθρώπων της μεσαίας τάξης και πάρτι… Πολλά πάρτι!
Πρωταγωνιστής, ο Λίντεν Σκάουρφιλντ, υψηλόβαθμο διευθυντικό στέλεχος της HBOS, ο οποίος μαζί με τους φίλους του εξαπάτησε, αφήνοντας στον δρόμο, εκατοντάδες Βρετανούς μικροεπιχειρηματίες που του εμπιστεύτηκαν τις οικονομίες τους και στράφηκαν σε αυτόν για δανειοδοτήσεις και επενδυτικές συμβουλές.
Το κόλπο
Το κόλπο ήταν τρομακτικά απλό μέσα στη χυδαιότητά του: Ο Σκάουρφιλντ «πρότεινε» στους πελάτες της τράπεζας να απευθύνονται στον Ντέιβιντ Μιλς, σύμβουλο επενδύσεων, προκειμένου να επενδύσουν σωστά τα χρήματά τους, δελεάζοντάς τους με το «τυράκι» των υψηλών κερδών που είχαν ανάγκη. Εν συνεχεία, χρησιμοποιώντας μεθόδους που θα ζήλευε και η Μαφία -και φυσικά εν κρυπτώ-, αποκτούσαν τον έλεγχο των κεφαλαίων και συνεπώς των επιχειρήσεων των πελατών, λεηλατούσαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους και έπαιρναν δάνεια στο όνομα της εξυγίανσης και της ανάπτυξης των επιχειρήσεών τους.
Οι Σκάουρφιλντ και Μιλς κατάφεραν να χτίσουν έτσι μια επικερδέστατη γι’ αυτούς μπίζνα σε βάρος 200 Βρετανών μικροεπιχειρηματιών, μέσω της οποίας από το 2003 έως το 2008 χρηματοδοτούσαν πάρτι, βίλες και εξοχικά, υπερπολυτελή γιοτ και πανάκριβα custom made αυτοκίνητα, ταξίδια, ναρκωτικά και όργια με πόρνες που κόστιζαν 300 λίρες την ώρα!
Η ΗΒΟS κατέρρευσε με την πιστωτική κρίση του 2008, λίγους μήνες αφότου είχε αποκαλυφθεί αυτό που αποκαλείται μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές απάτες στην ιστορία της Βρετανίας. Ο διεφθαρμένος τραπεζίτης, ο ανέντιμος σύμβουλος και οι συνεργάτες τους «βίασαν» οικονομικά μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης της Αγγλίας, μόνο και μόνο για να ζήσουν τη μεγάλη ζωή.
Τίναξαν στον αέρα επιχειρήσεις, οικογένειες, αποταμιεύσεις μιας ζωής και συντάξεις, και έβγαλαν σπίτια στο σφυρί εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των Βρετανών επιχειρηματιών για ρευστότητα. Οταν αυτοί στρέφονταν στον Σκάουρφιλντ για να πάρουν δάνειο από την ΗΒΟS, αυτός τους έστελνε στην εταιρία του Μιλς και, όταν οι δουλειές… αυξήθηκαν, έβαλαν στο κόλπο τον επίσης σύμβουλο επενδύσεων στην εταιρία του Μιλς Μάικλ Μπάνκροφτ καθώς και τον Μαρκ Ντόμπσον, άλλο ένα διεφθαρμένο στέλεχος της τράπεζας.
Οταν η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, έπειτα από χρόνια ερευνών, ο δικαστής έκανε λόγο για απάτη αξίας 245.000.000 λιρών, όμως τα στοιχεία που παρουσίασαν τα θύματα και η αστυνομία ανεβάζουν τη ζημιά για τις μικρές επιχειρήσεις στο 1 δισεκατομμύριο λίρες. Ο «εγκέφαλος» Σκάουρφιλντ, η συμμορία του και η σύζυγος του Μιλς Αλισον καταδικάστηκαν από το δικαστήριο Southwark Crown Court, την ώρα που ο επικεφαλής του αστυνομικού τμήματος του Τάμεση δήλωνε: «Μια τόσο μεγάλη και συγκλονιστική απάτη μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε λόγω συνενοχής (σ.σ.: των αρμόδιων ελεγκτικών Αρχών) και ανικανότητας είτε εξαιτίας της έλλειψης εταιρικής διακυβέρνησης και της παντελούς απουσίας των απαραίτητων εγγυήσεων».
Αξίζει να αναφερθεί ότι η ΗΒΟS, η μητρική εταιρία πίσω από τη Halifax και την Bank of Scotland, ανακάλυψε το σκάνδαλο με τους «ανεπίσημους δανεισμούς» του Σκάουρφιλντ το 2007 έπειτα από επιστολή καταγγελίας -συνοδευόμενη με στοιχεία- ενός εκ των θυμάτων της απάτης. Τότε, βέβαια, η διεύθυνση της τράπεζας είχε απαντήσει στον καταγγέλλοντα ότι «δεν θα ήταν πρέπον να απαντήσει στους ισχυρισμούς του», ενώ κατ’ εξακολούθηση η διοίκηση έχει αρνηθεί ότι είχε γνώση της απάτης και πως επιχειρούσε τη συγκάλυψή της.
«Κούρεμα»
Το 2008, πάντως, όταν η ΗΒΟS κατέρρευσε και εξαγοράστηκε από τη Lloyds, «κουρεύτηκαν» από τους φορολογούμενους Βρετανούς για τη διάσωση της τράπεζας και την κάλυψη των τοξικών χρεών που προκλήθηκαν από τον υπερδανεισμό 20,5 δισ. λίρες!
Απάτες αντίστοιχου βεληνεκούς έχουν συντελεστεί πολλάκις και ποικιλοτρόπως στον αυτοαποκαλούμενο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό.
Από τον Τζόρνταν Μπέλφορτ και τους συνεργάτες του, τον Σκάουρφιλντ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού έως τη φούσκα των στεγαστικών δανείων, το τζογάρισμα με χρηματιστηριακούς τίτλους και «κόκκινα» δάνεια, το παιχνίδι με τους οίκους αξιολόγησης και τις δίχως καμία εγγύηση δανειοδοτήσεις ακόμη και ανέργων, όλα τα περιστατικά καταδεικνύουν θεμελιώδη ελαττώματα και τεράστιας σημασίας ανεπάρκειες στο σύστημα ελέγχου των τραπεζών που επιτρέπουν στους «λύκους» του κόσμου να πλουτίζουν ανεξέλεγκτα και ανήθικα, είτε «κλέβοντας» από τους πλουσίους είτε καταστρέφοντας οικονομικά τους φτωχότερους.
Ο κομιστής με τα χαρτονομίσματα και τα… βιάγκρα
Αποκαλυπτικές ήταν οι καταθέσεις και σε ό,τι αφορούσε τα πάρτι οργίων που κόστιζαν χιλιάδες λίρες μεταξύ των τραπεζιτών, των συμβούλων και των συνοδών πολυτελείας που προσκαλούσαν. Μία εξ αυτών, η Σούζι Μπεστ, κατέθεσε ότι οι Σκάουρφιλντ και Μιλς τη φώναζαν στο πλούσιο διαμέρισμα του δεύτερου στο Λονδίνο και της ζητούσαν να τους… ψυχαγωγήσει μόνη της ή μαζί με άλλα κορίτσια. Λόγω της ηλικίας τους -ο Σκάουρφιλντ ήταν τότε 54 ετών και ο Μιλς 60-, το… πάρτι δεν διαρκούσε πολύ. «Μετά τρώγαμε σούσι και πίναμε. Ηταν οι πιο εύκολες 1.500 λίρες που έβγαλα ποτέ» είπε η Μπεστ.
Από τις καταθέσεις ήρθαν στο φως και άλλα στοιχεία, όπως ότι υπήρχε ειδικός συνεργάτης που φρόντιζε να πηγαίνει τα λεφτά στο διαμέρισμα του Σκάουρφιλντ. Ηταν τα λεγόμενα «funny money», τα λεφτά της διασκέδασης που προορίζονταν αποκλειστικά για τη διασκέδαση με πόρνες. Μάλιστα, όταν ο Σκάουρφιλντ απουσίαζε, ο κομιστής άφηνε τα ρολά των χαρτονομισμάτων σε ένα συγκεκριμένο συρτάρι όπου ο Σκάουρφιλντ είχε κουτιά με… βιάγκρα για τις μέρες της διασκέδασης.