Ο τουρισμός ως σανίδα σωτηρίας

{Από το περιοδικό «δ» που κυκλοφορεί με την «κυριακάτικη δημοκρατία»}

Για να αντιληφθεί κανείς τι ζητάει ο ξένος τουρίστας, επισκέπτης, ταξιδευτής από τη χώρα που επισκέπτεται, αρκεί να αναρωτηθεί τι επιθυμεί ο ίδιος όταν επισκέπτεται μια άλλη χώρα. Το πρώτο πράγμα που ζητάει είναι ζεστή υποδοχή, ευγένεια και ασφάλεια. Θέλει να δει τα χρήματα που έχει επενδύσει να ανταποκρίνονται σε αυτά που του προσφέρονται. Θέλει να επισκεφτεί τα αξιοθέατα και να του εξηγήσουν με σαφήνεια τι είναι αυτά που βλέπει, θέλει να φάει και να πιει καλά. Στο τέλος της διαμονής του, εάν ευτυχήσουν και οι δύο -δηλαδή ο τουρίστας και το κράτος που τον δέχτηκε-, τότε θα πούμε ότι υπάρχει μέλλον στον τουρισμό της χώρας.

Η Ελλάδα ξεκίνησε να δέχεται περιηγητές περίπου από το 1700. Βέβαια, οι περισσότεροι δεν ήταν απλοί επισκέπτες, αλλά άνθρωποι που ήξεραν καλά την ιστορία της Ελλάδας και που, αν θέλετε, ενδιαφερόντουσαν πολύ να πάρουν αρχαιολογικά ευρήματα και να τα μεταφέρουν στη χώρα τους, όπως ο κόμης Σουαζέλ Γκουφιέ και ο λόρδος Ελγιν. Αντίθετα, ο ταξιδευτής λόρδος Βύρωνας, με τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του και την ισχυρή προσωπικότητά του, βοήθησε να γίνει ο αγώνας της Ελλάδας γνωστός πανευρωπαϊκά.

Η σύγχρονη ανάπτυξη του τουρισμού ήρθε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με αρκετή καθυστέρηση, μια και δεν υπήρχε καμία υποδομή για καταλύματα, εκτός από μερικές λαμπρές εξαιρέσεις κυρίως και αποκλειστικά, θα έλεγα, στην Αθήνα. Πρώτος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατάλαβε πόσο σημαντικός μπορεί να είναι ο τουρισμός ως πρόσοδος. Και έτσι δημιουργήθηκε μια ημικρατική αλυσίδα ξενοδοχείων στα ωραιότερα μέρη, τα περίφημα «Ξενία». Το πρωτογενές μοντέλο του τουρισμού ήταν το περίφημο «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου», που σύντομα απαξιώθηκε.

Τα χρήματα που αφήνει ένας τουρίστας στη χώρα είναι πολύτιμα, διότι μεταφράζονται σε πληρωμή εργασίας και σε κατανάλωση ντόπιων τροφίμων. Βέβαια, υπάρχουν τουρίστες που προσπαθούν να ζήσουν καταναλώνοντας το ελάχιστο. Και για πολλά χρόνια ήταν αυτός ο τουρισμός στην Ελλάδα. Φοιτητές, μαθητές, νέοι εργαζόμενοι με ένα σακίδιο στην πλάτη, τρώγοντας μια τυρόπιτα, ένα σουβλάκι και το πολύ-πολύ μια χωριάτικη σαλάτα, κυκλοφορούσαν στα νησιά και το βράδυ κοιμόντουσαν στις παραλίες. Κάποια μέρη της Ελλάδας αναπτύχθηκαν τουριστικά αποκλειστικά από την ιδιωτική πρωτοβουλία: η Ρόδος, η Κρήτη και κυρίως η Μύκονος και η Σαντορίνη. Και καταλάβαμε πόσο σημαντική είναι η ποιότητα. Εξαιρετικά καταλύματα από μικρά ξενοδοχεία-μπουτίκ έως τεράστια οικοδομήματα, που κοιμίζουν ακόμα και 1.500 άτομα. Γέμισε η Ελλάδα τουρίστες. Εύκολο χρήμα. Χωριάτικη με ηλιέλαιο, λαδωμένες πίτες στα σουβλάκια, τυρόπιτες χωρίς τυρί, μαγαζιά γεμάτα τσολιαδάκια και προσπάθεια να πάρουμε όσο περισσότερα χρήματα μπορούμε.

Και αραίωσαν οι τουρίστες, κάποιοι λαοί μάς σαμποτάρανε και πολλά ξενοδοχεία δεν ξανανοίξανε ή μεταφερθήκανε σε χέρια ξένων, που τα κάνανε all inclusive. Το οποίο σημαίνει ότι το ξενοδοχείο δεν αφήνει τον τουρίστα να φύγει από την πόρτα του και να αφήσει χρήματα στα τοπικά καταστήματα. Και, βέβαια, δημιουργήθηκαν προϊόντα φτηνά, για να καλύψουν τις ανάγκες αυτού του φτηνού τουρισμού. Κρασιά και μπίρες που κόστιζαν κάτω από ένα ευρώ, περίεργα αλλαντικά, ψεύτικα γιαούρτια και τυριά. Ο,τι πληρώνεις παίρνεις, λέμε στην Ελλάδα. Λύγισε ο τουρισμός, αλλά δεν φταίνε μόνο οι επιχειρήσεις, φταίνε και οι τουριστικοί πράκτορες, οι οποίοι πιέζουν ξενοδόχους και εστιάτορες για εξευτελιστικές τιμές. Στη συνέχεια, αυτοί πιέζουν τους προμηθευτές και το προσωπικό, η ποιότητα χαμηλώνει, και το πληρώσαμε αυτό. Αδειασαν οι παραλίες, εξευτελίστηκαν οι τιμές των ξενοδοχείων. Κάτι μαγικό συνέβη τότε και μπήκαμε σε έναν καινούργιο ρυθμό ανάπτυξης.

Ο τουρίστας είναι απαιτητικός και έχει ενδιαφέροντα. Αν δεν του τα ικανοποιήσουμε, θα πάει αλλού. Παινευόμαστε για την καλή αεροπορική συγκοινωνία μεταξύ των νησιών, για τα μικρά λιμάνια που φιλοξενούσαν τα κότερα. Μα εδώ και καιρό η Τουρκία έχει και καλές αεροπορικές συγκοινωνίες και καλές μαρίνες. Ετσι, λοιπόν, έχουμε φτάσει στο σημείο που ένας τουριστικός προορισμός δέχεται τουρίστες διαφορετικών ενδιαφερόντων. Υπάρχει αυτό που λέμε γαστρονομικός τουρισμός. Τουρίστες που έρχονται στη χώρα μας να δοκιμάσουν την παραδοσιακή κουζίνα, να πιούνε τα κρασιά και να επισκεφτούνε οινοποιεία, τυροκομεία ή ελαιοτριβεία.

Αλλοι έρχονται για τους αρχαιολογικούς χώρους και εκεί χρειάζεται να υπάρχουν ξεναγοί με γνώση της Ιστορίας αλλά κυρίως με τέτοιο πάθος, που να πείσουν τον τουρίστα ότι όντως η Ελλάδα είναι το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Υπάρχουν τουρίστες που ενδιαφέρονται για ιστορικές εκκλησίες και μοναστήρια. Και η Ελλάδα είναι γεμάτη τέτοια μνημεία.

Υπάρχουν ακόμα πολλά είδη εξειδικευμένου τουρισμού. Ο αθλητικός, ο οινικός, ο ιατρικός τουρισμός, που δεν είμαστε έτοιμοι να τον αντιμετωπίσουμε. Η μεγαλύτερη επένδυση στην τουριστική βιομηχανία είναι η εκπαίδευση των ανθρώπων που ασχολούνται με αυτή, η τιμιότητα στην αντιμετώπιση των συναλλαγών με τον τουρίστα και οι λογικές τιμές στις υπηρεσίες. Η γεωργία μαζί με τον τουρισμό αποτελούν δύο βιομηχανίες που προσφέρουν στη χώρα μας το μεγαλύτερο κομμάτι του εισαγόμενου συναλλάγματος. Μπορούμε σιγά και σταθερά να φτάσουμε σε πολύ υψηλά επίπεδα εισροής τουριστών και εξαγωγής γεωργικών προϊόντων, που αυτά τα δύο μπορούν να σώσουν την οικονομία της χώρας.

Από τον Ηλία Μαμαλάκη

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα