Ο εχθρός πρέπει πρώτα να βεβαιωθεί για την επικράτησή του και ύστερα να του αφαιρεθεί ο έλεγχος των νεύρων μας
«Ο Τυφωέας έγνεψε χαρούμενα τα φρύδια του και έσεισε τους βοστρύχους του. Τα μαλλιά του ξέρασαν δηλητήριο της έχιδνας και ράντισαν ολόγυρα τα βουνά. Γρήγορα έτρεξε προς την σπηλιά του, απ’ όπου πήρε τα νεύρα του Δία και τα ‘δωσε σαν δώρα φιλοξενίας στον πανούργο Κάδμο, τα νεύρα που είχαν κάποτε πέσει καταγής στη μάχη με τον Τυφώνα».
Νόννου «Διονυσιακά», τόμος πρώτος, στ. 507-512, εκδόσεις Κάκτος, σελ. 83
Ο μύθος της σύγκρουσης του Διός με τον Τυφώνα ή Τυφωέα* δεν διδάσκεται καν στην υποχρεωτική εκπαίδευση, αν και έχει τόσο πολλές προεκτάσεις, συμβολισμούς και μηνύματα για κάθε ελληνική και παγκόσμια εποχή, ώστε θα έπρεπε να αποτελεί τον άξονα της παιδείας όλων των πολιτισμένων ανθρώπων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Τυφών είναι γιος της Γαίας και του Ταρτάρου. Στα γεννήματά του, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται η Γοργώ, η Χίμαιρα, ο Κέρβερος, η Σφιγξ, ο λέων της Νεμαίας, ο Ιεροσόλυμος και ο Ιουδαίος. Η περιγραφή του, σε όλες τις αρχαίες και νεότερες πηγές, είναι τερατώδης και οι δυνατότητές του τόσο μεγάλες, ώστε να αμφισβητήσει την αρχηγία στους αιθέρες. Το μέγεθός του δεν χωρούσε στον ορίζοντά μας και πυργωμένη η ασχήμια του έφτανε στα άστρα. Στους ώμους του, εκατό κεφάλια δρακόντων, ο κορμός του ανθρώπινος και στη θέση των ποδιών στριφογύριζαν μανιασμένες ουρές φιδιών. Ξερνούσε πυρωμένες πέτρες σαν ηφαίστειο και ο ήχος των φωνών του ανυπόφορος ακόμα και για τους βωβούς ενοίκους του κόσμου του Ποσειδώνα.
Αυτό το φριχτό και φιλόδοξο ον, με την πρώτη έφοδό του εναντίον του ελληνικού πανθέου το έτρεψε σε φυγή! Σχεδόν ολόκληρο το δωδεκάθεο, έντρομο, κρύφτηκε στην Αίγυπτο. Η Ηρα περιφερόταν σαν μια άσπρη αγελάδα, η Αφροδίτη, λόγω… προσωπικού βιώματος (γεννήθηκε στον αφρό της θάλασσας), είχε λάβει τη μορφή ψαριού, ο Αρης έγινε αγριόχοιρος, η αδάμαστη Αρτεμις ήταν μια συνηθισμένη γάτα, ο Απόλλων κοράκι, ο Διόνυσος τράγος, ο Ερμής μεταμορφώθηκε σε ίβιδα -το πουλί που στην αιγυπτιακή θρησκεία συμβολίζει τον Θωθ- και ο Δίας κριάρι.
Μόνο η Αθηνά, ο νους δηλαδή, το έλλογο μέρος της προσωπικότητάς μας, είχε μείνει ακλόνητη. Μεμφόταν τον πατέρα των θεών για δειλία, υποχρεώνοντάς τον να πολεμήσει. Στη μάχη εκ του συστάδην εναντίον του Τυφώνα ο Ζευς έχασε τα νεύρα του (κατ’ άλλους ερμηνευτές τους τένοντές του).
Απονεύρωση
Την αποστολή της επιστροφής των «νεύρων» του Διός στη θέση τους ανέλαβε ο Κάδμος ή ο Ερμής. Το τέχνασμα περιλάμβανε και το μάγεμα του θεριού με μουσική. Στα «Διονυσιακά» του Νόννου, απόσπασμα των οποίων παρατέθηκε στην αρχή του κειμένου, ο Τυφωεύς άκουγε τον Κάδμο να παίζει τον νικητήριο παιάνα του Διός τόσο συνεπαρμένος από τη μελωδία, ώστε «του είχε παραδώσει την ψυχή του όλη».
Ο Δίας μπορούσε να χάσει μία μάχη εναντίον του σημαντικότερου εχθρού που αντιμετώπισε ποτέ, αλλά δεν άντεχε να χάσει τον πόλεμο. Ο ίδιος, μερικές παραγράφους νωρίτερα, εξομολογήθηκε τι τον έκανε να άγχεται: «Μα πιο πολύ φοβάμαι την Ελλάδα, τη μάνα των μύθων, μήπως κανένας Αχαιός αποκαλέσει τον Τυφώνα Αρχοντα της βροχής, Κύριο του ουρανού ή Υψιστο, λερώνοντας τ’ όνομά μου».
Γι’ αυτό ανέθεσε στον Κάδμο να υποδυθεί τον βοσκό και να παίξει τον πλανευτή ποιμενικό αυλό του.
Η πρώτη αποκωδικοποίηση του επεισοδίου της κοσμικής σύγκρουσης των αντίπαλων δυνάμεων είναι η σημασία της διατήρησης της πνευματικής κυριαρχίας στους Ελληνες.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθηνά, σύμφωνα με τον μύθο, έμεινε ατάραχη την περίοδο του απόλυτου τρόμου και αντί να την επιβραδύνει, επιτάχυνε με τη στάση της την τελική αναμέτρηση. Ούτε αποτελεί σύμπτωση η χρήση του αποτελεσματικότερου οπλικού συστήματος που διαθέτει το Γένος μας: της τέχνης, της αρμονίας σε συνδυασμό με τον δόλο. Ο εχθρός πρέπει πρώτα να βεβαιωθεί για την επικράτησή του και ύστερα να αφαιρεθεί από εκείνον ο έλεγχος των… νεύρων μας – κοντολογίς του εκπαιδευτικού συστήματος και της παραγωγής του κυρίαρχου πολιτισμικού μοντέλου.
*Μερικά χρήσιμα αναγνώσματα γι’ αυτόν τον στρατηγικής σημασίας μύθο είναι η «Θεογονία» του Ησιόδου, τα «Διονυσιακά» του Νόννου, το «Ισις και Οσιρις» του Πλουτάρχου και το «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου.
Παναγιώτης Λιάκος