Κάτω από τον καυτό ήλιο, μια ηλικιωμένη κυρία κρατώντας από το χέρι την εγγονή της στέκεται μπροστά από έναν πάγκο για να δοκιμάσει καπέλα παραλίας. «Ο,τι πάρεις τρία ευρώ. Ευκαιρία!» ακούγεται η φωνή του πωλητή. Η γυναίκα φαίνεται ότι έχει καταλήξει στην επιλογή της, αλλά κάνει αντιπρόταση: «Μου το δίνεις δύο ευρώ;» ρωτάει, και ο πωλητής τής γνέφει καταφατικά. Μεσημέρι Κυριακής και η κίνηση στο παζάρι του Σχιστού κορυφώνεται. Ενα ανθρώπινο ποτάμι ξεχύνεται κατά μήκος της υπαίθριας αγοράς και προσπαθεί να «ξετρυπώσει» προσφορές μέσα από μια τεράστια γκάμα προϊόντων.
Πωλούνται όμως και όνειρα πολυτελείας σε τιμή ευκαιρίας. Όπως τα αυτοκίνητα που βρίσκονται παρατεταγμένα και σε μια αλάνα του Παζαριού αναζητώντας καινούριο ιδιοκτήτη. Αυτοκίνητα δεκάδων χιλιάδων ευρώ που, κάποτε, είχαν στοιχίσει μια περιουσία στους τωρινούς ιδιοκτήτες τους και οι οποίοι σήμερα, λόγω οικονομικής κρίσης, προσπαθούν να τα «ξεφορτωθούν» πουλώντας τα σε τιμές πραγματικά εξευτελιστικές.
Την ίδια ώρα στους πάγκους πωλούνται, ως επί το πλείστον, είδη ένδυσης (μπλούζες, παντελόνια και σορτσάκια από δύο ευρώ, έξι σετ ζευγάρια κάλτσες από τρία ευρώ) και παπούτσια (τα δερμάτινα ξεκινούν από 10 ευρώ). Πέρα όμως από αυτά, μπορεί να βρει κανείς κάθε λογής αντικείμενα, και μάλιστα σε πολύ καλές τιμές. Ανάμεσά τους, μαξιλαροθήκες, σεντόνια, μπαταρίες, αρωματικά κεριά, τάπερ, χαρτικά, λάμπες εξοικονόμησης ενέργειας, γυαλιά ηλίου, αξεσουάρ ξυρίσματος, κιάλια, τρύπιες δεκάρες, ρολόγια, τράπουλες, CD, εργαλεία (καινούργια ή μεταχειρισμένα), απορρυπαντικά, χαρτάκια για στριφτά τσιγάρα, φακούς, ζωοτροφές, μπαλτάδες, καλάμια ψαρέματος κ.ά.
Το παζάρι του Σχιστού παραδοσιακά απευθυνόταν σε πολίτες με χαμηλά εισοδήματα, σε «συλλέκτες» που ψάχνουν για μικρούς «θησαυρούς», αλλά και σε… περίεργους που απλά θέλουν να «σκοτώσουν» την ώρα τους. Ωστόσο, μετά την οικονομική κρίση, έκαναν την εμφάνισή τους και αρκετοί οικογενειάρχες που προσπαθούν να προσαρμοστούν στα δεδομένα της εποχής μειώνοντας τα έξοδά τους.
Ακόμα και με αυτούς, όμως, όπως λένε οι έμποροι, η αγορά κινείται με δυσκολία. «Υπάρχει μεγάλη πτώση στον τζίρο και στις πωλήσεις. Ακόμα και στο ένα ευρώ παζάρια μάς κάνουν. Αυτό γίνεται γιατί ο κόσμος αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα και τα φέρνει δύσκολα βόλτα» λέει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο 55χρονος Κυριάκος Τσακίρης, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια πουλάει στην αγορά του Σχιστού δερμάτινα είδη. «Ακόμα και αν καταφέρουμε να βγάλουμε το μεροκάματο, στη μία τσέπη θα βάλουμε τα λεφτά και από την άλλη θα τα βγάλουμε για να πληρώσουμε φόρους, χαράτσια, ρεύμα και τρόφιμα» σημειώνει.
«Δυστυχώς», συνεχίζει ο 55χρονος, «δεν υπάρχουν πλέον λεφτά. Ο πελάτης θα έρθει να σε ρωτήσει πόσο πουλάς τις ζώνες, θα σου ζητήσει να ρίξεις την τιμή και τελικά δεν θα πάρει τίποτα». Οι επισκέπτες ως επί το πλείστον κάνουν παζάρια και στο τέλος (σχεδόν) πάντα καταλήγουν σε αγορές, ξοδεύοντας έστω και λίγα ευρώ από το «κομπόδεμά» τους. Πολλοί από αυτούς, πριν εγκαταλείψουν την αγορά, θα κάνουν ένα διάλειμμα σε μία από τις καντίνες του παζαριού, όπου μπορεί κανείς να δροσιστεί με ένα αναψυκτικό ή έναν καφέ αλλά και να φάει (σουβλάκια και λουκάνικα).
Ενας από τους τακτικούς θαμώνες του παζαριού -κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες- είναι και ο Επαμεινώνδας Τούσης, ο οποίος συνηθίζει να πετάγεται από τον Κολωνό με το αυτοκίνητό του στο Σχιστό προκειμένου να κάνει τα ψώνια του. «Εδώ βρίσκεις φθηνά πράγματα, και κυρίως αντικείμενα που θα χρειαστείς για μικροδουλειές. Επιπλέον, εδώ μπορεί να βρει κανείς παντελόνια και μπλούζες σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τα καταστήματα. Η αγορά, γενικώς, μου αρέσει και την επισκέπτομαι από παλιά» επισημαίνει ο συνταξιούχος.
Στο κυνήγι μιας ευκαιρίας για αγορά (ή πώληση) αυτοκινήτου
«Είναι η δεύτερη συνεχόμενη εβδομάδα που έρχομαι στο παζάρι για να πουλήσω το αμάξι μου. Ελπίζω να είναι η τυχερή μου, αν και το βλέπω δύσκολο». Ο Στέφανος Ξένος κάθεται υπομονετικά έξω από το αμάξι του, έχοντας βρει βολικό και δροσερό… καταφύγιο κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, και περιμένει τους υποψήφιους αγοραστές της BMW του, την οποία θέλει να ξεφορτωθεί λόγω των δυσβάστακτων τελών κυκλοφορίας αλλά και του υψηλού κόστους συντήρησης. «Το αμάξι είναι 2.000 κυβικά και το σήμα στοιχίζει 660 ευρώ. Δεν μπορώ πλέον να το πληρώσω κι έτσι αναγκάζομαι να του βάλω πωλητήριο στα 700 (!) ευρώ. Μπορεί να είναι παλιό, αλλά είναι σε καλή κατάσταση» εξηγεί ο 59χρονος, ο οποίος είναι άνεργος από τον Απρίλιο.
«Αν καταφέρω να το δώσω, με τα χρήματα που θα πάρω θα κλείσω “τρύπες”» τονίζει και στρέφει αμέσως στο βλέμμα του σε έναν κύριο που τον ρωτάει πόσα χιλιόμετρα έχει κάνει το αμάξι. Παρόμοιες ιστορίες ξετυλίγονται κάθε εβδομάδα στην αλάνα του Σχιστού (στο τέλος του παζαριού), όπου δεκάδες ιδιοκτήτες, από νωρίς το πρωί, ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες των Ι.Χ. τους και περιμένουν τους υποψήφιους αγοραστές. Οι περισσότεροι αδυνατούν να καλύψουν τα έξοδα συντήρησης των αυτοκινήτων και τα βγάζουν στο «σφυρί». Το παζάρι είναι πολλές φορές σκληρό. Οι ιδιοκτήτες πουλάνε τα αυτοκίνητά τους όσο όσο, αλλά οι αγοραστές ζητάνε να πέσει κι άλλο η τιμή. Εκτός από ιδιώτες, την αλάνα του Σχιστού επισκέπτονται και έμποροι με περισσότερα από ένα αυτοκίνητα για πούλημα.
Ολα τα Ι.Χ. έχουν κολλημένο στο παρμπρίζ τους το κίτρινο χαρτάκι με την ένδειξη «Πωλείται», πάνω στο οποίο αναγράφονται και τα στοιχεία του ιδιοκτήτη. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει καμπριολέ αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, με τιμές που ξεκινούν από τα 3.900 ευρώ (full extra, που έχουν περάσει από ΚΤΕΟ, κ.λπ.), οικογενειακά αυτοκίνητα (1.200 – 2.000 κυβικά) τριετίας, πενταετίας και δεκαετίας από 2.000 μέχρι 5.500 ευρώ, αλλά και πιο παλιά (20ετίας) ακόμα και κάτω από 500 ευρώ. Οι εκθέτες των αυτοκινήτων, πάντως, γκρινιάζουν για το «τσουχτερό», όπως το χαρακτηρίζουν οι ίδιοι, εισιτήριο των 10 ευρώ που καλούνται να πληρώσουν στον υπάλληλο του Δήμου Περάματος κάθε φορά που θα επισκεφτούν το παζάρι για να πουλήσουν το όχημά τους.
Σε απόγνωση (λόγω της μειωμένης κίνησης) οι έμποροι
«Σήμα κινδύνου» για το μέλλον τους, καθώς φοβούνται ότι σε λίγο καιρό δεν θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους λόγω της μειωμένης κίνησης, εκπέμπουν οι περισσότεροι έμποροι που κάθε Κυριακή ξεκινούν από τα χαράματα να στήνουν τους πάγκους τους στο παζάρι του Σχιστού. Ενας από αυτούς, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, θυμάται με νοσταλγία την εποχή που κυκλοφορούσε ακόμα η δραχμή και ο κόσμος είχε λεφτά να ψωνίσει. «Ξεκίνησα να έρχομαι στο παζάρι σε ηλικία 13 ετών μαζί με τον πατέρα μου. Οι εποχές τότε ήταν διαφορετικές – τα πάντα χειροτέρευσαν όταν μπήκαμε στο ευρώ. Σταδιακά από τότε ξεκίνησε η πτώση» λέει ο 33χρονος, ο οποίος έχει αναλάβει πλέον, μαζί με τη μητέρα του, το «κατάστημα» στο οποίο πωλούν παπούτσια, σανδάλια και είδη ένδυσης.
«Οι άνθρωποι έρχονται εδώ, κοιτάνε και πολλές φορές απλά φεύγουν. Οσοι αποφασίσουν να ψωνίσουν θα το κάνουν ύστερα από πολλή σκέψη και με δυσκολία. Δεν υπάρχει ρευστό, γιατί τους κόβουν από παντού λεφτά» συμπληρώνει ο Γιώργος. Οσο για το τι αγοράζει ο κόσμος; Η απάντηση του Γιώργου είναι ξεκάθαρη: «Μόνο τα απολύτως απαραίτητα, μιας και οι περισσότεροι έχουν να καλύψουν άλλες ανάγκες, όπως το ρεύμα και τα τρόφιμα».
Ο 40χρονος Κώστας, έμπορος ρούχων στο παζάρι εδώ και πέντε χρόνια, κόβει βόλτες πάνω-κάτω και ξεφυσάει καθώς βλέπει τον κόσμο να ρίχνει ματιές στις μπλούζες και στα παντελόνια που πουλάει, αλλά τελικά να διστάζει να βάλει το χέρι στην τσέπη. «Δυστυχώς, η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τους πάντες. Υποτίθεται ότι εδώ πουλάμε φθηνά, αλλά ο κόσμος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει ούτε στις βασικές ανάγκες, γι’ αυτό και δεν ψωνίζει» αναφέρει στην «κυριακάτικη δημοκρατία». Οπως λέει, «δυστυχώς, η οικονομική κρίση που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια την εμφάνισή της στην Ελλάδα έχει δημιουργήσει μια αλυσίδα από προβλήματα. Οι περισσότεροι έχουν υποστεί μειώσεις στους μισθούς και στις συντάξεις και ζητούν διευκολύνσεις στις πληρωμές. Για να μπορέσω όμως να φέρνω εμπόρευμα πρέπει να πληρώνομαι, αλλιώς θα πάω σπίτι μου». Οπως υπογραμμίζουν οι έμποροι που διαθέτουν νόμιμη άδεια, έξω από το παζάρι υπάρχουν και πολλοί πλανόδιοι μικροπωλητές οι οποίοι πουλάνε εμπορεύματα παράνομα, μολονότι η Δημοτική Αστυνομία έχει παρέμβει πολλές φορές για να τους απομακρύνει.
Πραμάτεια σε 3 χιλιόμετρα
Το παζάρι του Σχιστού φιλοξενείται στην κάτω πλευρά της ομώνυμης λεωφόρου, σε έναν τσιμεντένιο δρόμο δίπλα στα βράχια, και αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες υπαίθριες αγορές του Λεκανοπεδίου. Η αγορά ξεκινά να λειτουργεί από νωρίς το πρωί, με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα του κόσμου να σχηματίζουν ουρές, ενώ μετά τις τρεις το μεσημέρι οι πωλητές αρχίζουν να μαζεύουν τα πράγματά τους για να δώσουν «ραντεβού» στο ίδιο σημείο την επόμενη εβδομάδα. Το μήκος του παζαριού φτάνει περίπου τα τρία χιλιόμετρα. Κάθε Κυριακή, περισσότεροι από 300 έμποροι «ξεδιπλώνουν» την πραμάτεια τους πάνω στους πάγκους προκειμένου να υποδεχτούν εκατοντάδες επισκέπτες από όλη την Αττική. Σύμφωνα με τους πωλητές, η ετήσια τιμή ενοικίασης χώρου μέσα στο παζάρι κυμαίνεται περίπου στα 300 ευρώ ανά μέτρο. Αν, για παράδειγμα, κάποιος έμπορος έχει πάγκο μήκους τριών μέτρων, καταβάλλει στον Δήμο Περάματος 900 ευρώ τον χρόνο.
Στάθης Βασιλόπουλος