Ως μια εγκληματική οργάνωση που δρούσε με σκοπό τη βία σκιαγραφεί τη Χρυσή Αυγή στο εννιασέλιδο πόρισμά του ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης. «Η βία για τα μέλη της Χρυσής Αυγής είναι το μήνυμα και όχι το μέσον επίτευξης των όποιων επιδιώξεών τους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οργάνωσης είναι η στρατιωτική δομή, η απόλυτη ιεραρχία, που ενδεχόμενη παραβίασή της επιφέρει σκληρές για τη σωματική του ακεραιότητα έως απάνθρωπες και εξευτελιστικές για την προσωπικότητα του παραβάτη συνέπειες, η τυφλή υπακοή στις εντολές των ιεραρχικά ανωτέρων, η συνωμοτική και με προκαθορισμένους κανόνες δράση, η οποία εκδηλώνεται με αιφνιδιαστικές, βίαιες και μαζικές επιθέσεις από τα νεότερα ηλικιακά μέλη» αναφέρει χαρακτηριστικά ο εισαγγελικός λειτουργός στο πόρισμα «φωτιά» για τους σκοπούς λειτουργίας της ομάδας των μελών της Χρυσής Αυγής, τα οποία υπάκουαν στο δόγμα «Furerprinzip» (η αρχή του ενός και μοναδικού αρχηγού).
Χαρακτηριστικά επισημαίνεται στο πόρισμα Βουρλιώτη: «Σύμφωνα με τις προβλέψεις του καταστατικού της οργάνωσης, στο οποίο μάλιστα ρητά ορίζεται ο διαχωρισμός του υπέρτερου επιχειρησιακού από το πολιτικό τμήμα, ηγετική ομάδα και των δύο τμημάτων ήταν η ίδια, με την εξουσία όμως του αρχηγού να είναι απόλυτη, κατά το δόγμα Furerprinzip, σε ήσσονος σημασίας δράσεις ήταν ιερή και αδιαπραγμάτευτη».
Ιδιαίτερη αναφορά άλλωστε γίνεται από τον εισαγγελικό λειτουργό στην «ιεραρχία»: «Κάθε τοπική οργάνωση διοικείται από «κλειστό» πενταμελές όργανο, με επικεφαλής τον πυρηνάρχη, και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν την τοπική οργάνωση, ενώ παράλληλα λειτουργεί και «ανοιχτό» πενταμελές όργανο (…) Επίσης τακτικές είναι οι ιδεολογικού τύπου προσανατολισμού επιμορφωτικές συναντήσεις των μελών στα Γραφεία της τοπικής οργάνωσης (…) Ο πυρηνάρχης της τοπικής οργάνωσης είναι αυτός που αναφέρεται στον βουλευτή της περιοχής και ο τελευταίος στην ηγεσία της Οργάνωσης, από όπου λαμβάνει την εντολή ή την τελική έγκριση… Η εντολή διαβιβάζεται από τον αρχηγό στον υπαρχηγό και στη συνέχεια από τον τελευταίο στους κατά σειρά κατωτέρους στην ιεραρχία μέχρι την τελική υλοποίησή της».
Ο κ. Βουρλιώτης αναφέρει μάλιστα ότι η Χρυσή Αυγή επιλέγει άτομα με γνώσεις στις πολεμικές τέχνες, τα οποία, όπως επισημαίνει, εκπαιδεύει σε περιοχές της Αττικής, και ότι η Χρυσή Αυγή χρησιμοποιεί όπλα που φυλάσσονται σε άγνωστους μέχρι στιγμής χώρους.
«Η στελέχωση των αποκαλούμενων ταγμάτων εφόδου γίνεται από άτομα που έχουν ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, τα οποία έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα και υπό ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες που προσιδιάζουν στην εκπαίδευση των ανδρών που υπηρετούν στις επίλεκτες ομάδες των Ενόπλων Δυνάμεων (…) Η στρατιωτικού τύπου εκπαίδευση λαμβάνει χώρα σε διάφορες περιοχές της Αττικής, όπως η Μαλακάσα, η Μάνδρα και η Σαλαμίνα, κατά τη διάρκεια της οποίας χρησιμοποιούνται και διάφορα όπλα, τα οποία πιθανότατα φυλάσσονται σε αποθηκευτικούς χώρους σε άγνωστη τοποθεσία».
Καταπέλτης είναι το πόρισμα Βουρλιώτη για το «ιδεολογικό της υπόβαθρο» της Χρυσής Αυγής: «Κατά τις απόψεις των ανθρώπων της, όσοι δεν ανήκουν στη λαϊκή κοινότητα της φυλής είναι υπάνθρωποι. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι ξένοι μετανάστες, οι Ρομά, όπως και όσοι διαφωνούν με τις ιδέες τους, ακόμα δε και άτομα με νοητικά ή κινητικά προβλήματα».
Παρ’ όλα αυτά, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός επισημαίνει μια αντίφαση της οργάνωσης: «Εκτός όμως αυτών, προέκυψε ότι το μένος κατά των μεταναστών δεν είναι το ίδιο αδιάκριτο έναντι αυτής της κατηγορίας προσώπων, αφού σε πολλές περιπτώσεις αναθέτουν την πώληση στους τελευταίους διαφόρων ειδών και λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος των κερδών, εξασφαλίζοντας στους ανθρώπους αυτούς την άνεση της ασφάλειας που έχουν ανάγκη».
Παράλληλα, ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κάνει ιστορική αναδρομή στη δράση της Χρυσής Αυγής: «Από το 1987 άρχισαν να εκδηλώνονται επιθέσεις, καταρχάς εναντίον αλλοδαπών, αλλά στη συνέχεια μέχρι πρόσφατα και εναντίον ημεδαπών, τους οποίους στοχοποιούσε η οργάνωση ως άτομα με διαφορετικές αντιλήψεις από τους ίδιους που έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες της διαφορετικότητάς τους».
Στο διά ταύτα ο κ. Βουρλιώτης καταλήγει ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να κινηθεί η ποινική διαδικασία για εγκληματική οργάνωση με τη μορφή της ένταξης σε αυτήν που είναι διαρκές έγκλημα, και επισημαίνει την εμπλοκή αστυνομικών στην υπόθεση: «Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, που δεν αποκλείεται ο αριθμός τους να είναι μεγαλύτερος, άνδρες της Ελληνικής Αστυνομίας συνέδραμαν ή στην καλύτερη των περιπτώσεων ανέχονταν τα μέλη της οργάνωσης στη διάπραξη διάφορων ποινικά επίμεμπτων πράξεων, στοιχείο που πρέπει να ελεγχθεί ενδελεχέστερα».
Υπό προστασία
Μαρτυρίες-σοκ έδωσαν στον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη δύο πρόσωπα, πρώην μέλη της οργάνωσης, τα οποία εντάχθηκαν σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων. Με τις κωδικές ονομασίες «μάρτυρας Α» και «μάρτυρας Β» δύο από τα μέλη της Χρυσής Αυγής έσπασαν την «ομερτά» και έδωσαν σοβαρότατα στοιχεία για τον τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης, δηλώνοντας μετανοημένα που υπήρξαν μέλη της.
Ιδιαίτερα η μία μαρτυρία εισέφερε σημαντικότατα στοιχεία για τη δράση του «πυρήνα» της Νίκαιας και τη δολοφονία του άτυχου Παύλου Φύσσα, επισημαίνοντας ότι ο Γιώργος Ρουπακιάς είχε κεντρικό ρόλο στην τοπική οργάνωση, ενώ διασαφηνίζει σαφέστατα και την ιεραρχική δομή με την οποία λειτουργούσε η Χ.Α. αναφέροντας: «Οπως μας έλεγαν αυτοί, για ό,τι και να γινόταν έπρεπε να ενημερώνουμε τον πυρηνάρχη, που ήταν ο Πατέλης, ο Πατέλης ενημέρωνε τον Λαγό και ο Λαγός μιλούσε απευθείας με τον αρχηγό, από τον οποίο και έπαιρνε την τελική έγκριση ή σχετικές εντολές».
Αναφέρεται ακόμα και σε «μπραβιλίκια» καθώς παρουσιάζει τα μέλη της τοπικής οργάνωσης, παρουσία του βουλευτή Νίκου Λαγού, να κάνουν εφόδους σε μαγαζιά για να αποκτήσουν τον «έλεγχο».
Περιγράφει μάλιστα την αντίληψη που είχαν τα μέλη της οργάνωσης για έκνομες ενέργειες, ακόμα και δολοφονίες: «Ακόμα και μια δολοφονία όπως αυτή του Π. Φύσσα για τη Χρυσή Αυγή είναι απλώς μια δουλειά, διότι ήταν διαφορετικός από εμάς, ενώ η κακοποίηση αλλοδαπών ήταν διασκέδαση». Να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο μέλος που κατέθεσε στον εισαγγελέα «προσηλυτίστηκε» μέσω μέσου κοινωνικής δικτύωσης (facebook).
Ο δεύτερος προστατευόμενος μάρτυρας που κατέθεσε στον κ. Βουρλιώτη δήλωσε μετανοημένος και τονίζει: «Κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο για ένα απλό κόμμα αλλά για μια οργάνωση που στόχευε στη βία. Και όχι απλή βία, αλλά αυτοί ήταν αποφασισμένοι ακόμα να αφαιρέσουν και ζωές αν θεωρούσαν ότι το θύμα ήταν αντίπαλός τους». Σε άλλο σημείο επισημαίνει ότι πρόκειται για «οργάνωση με εγκληματικούς σκοπούς».
Βάσω Παλαιού