Στα 13 του, ως βασικός στο παιδικό τμήμα της τοπικής Σιμπένκα, συνέθεσε τα πρώτα του ντιβερτιμέντα. Στα 15 του, αναπόσπαστο μέλος της αντρικής ομάδας πια, σκάλιζε σονάτες στο παρκέ. Λίγα χρόνια αργότερα έγραφε ορατόρια στην Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ και κοντσέρτα στη Ρεάλ Μαδρίτης, για να ακολουθήσουν τα NBA συμφωνικά έργα στους Νιου Τζέρσεϊ Νετς. Στις 7 Ιουνίου του 1993 γράφτηκε ο επίλογος, το ρέκβιεμ ενός θρύλου.
Αν ζούσε σήμερα ο «Μότσαρτ» του μπάσκετ θα ήταν 47 ετών.
Πέρασαν 18 χρόνια από την ημέρα που ο Ντράζεν Πέτροβιτς άφησε την τελευταία του πνοή στη βρεγμένη άσφαλτο ενός γερμανικού αυτοκινητοδρόμου στο Ντένκεντροφ, όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε συγκρούστηκε με φορτηγό. Τεσσερισήμισι μήνες προτού κλείσει τα 29 του χρόνια. Λίγο πριν από τη μεγάλη του επιστροφή στην Ευρώπη και τη -φημολογούμενη- μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό. Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα, εκείνη την ημέρα, το περιοδικό «Τρίποντο» είχε εξώφυλλο τον Ντράζεν, χαμογελαστό, ευτυχισμένο, «ανίκητο». Στη συνέντευξή του, μεταξύ άλλων, δήλωνε: «Ερχομαι στην Ευρώπη για να καταβροχθίσω τα πάντα».
Ο «γιος του διαβόλου», όπως επίσης ήταν γνωστός ο Ντράζεν Πέτροβιτς, γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1964 στο Σίμπενικ της Κροατίας.
Στα 13 του, παρακινημένος από τον αδελφό του, Αλεξάντερ, μυήθηκε στις… χάρες της «πορτοκαλί θεάς», παίζοντας στα παιδικά της τοπικής Σιμπένκα. Είχε μόλις κλείσει τα 15 όταν προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα. Το άστρο του είχε αρχίσει να λάμπει και κατάφερε να την οδηγήσει σε δύο τελικούς του Κόρατς, ενώ το 1983, χάρη σε δύο δικές του εύστοχες βολές, η Σιμπένκα στέφθηκε πρωταθλήτρια Γιουγκοσλαβίας. Το μπάσκετ ήταν πια ολόκληρη η ζωή του. «Το να χάσω μια προπόνηση είναι για μένα αφόρητη αμαρτία» δήλωνε κι έκανε πράξη τα λόγια του, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο (του είχαν παραχωρηθεί κλειδιά) κάθε πρωί στις 7 και σούταρε ασταμάτητα – ποτέ λιγότερες από 700 βολές την ημέρα.
Υστερα από τη στρατιωτική του θητεία, ο Ντράζεν ακολουθεί τον αδελφό του στην Τσιμπόνα του Ζάγκρεμπ. Τον πρώτο του χρόνο εκεί κατακτά το νταμπλ και επιπλέον το πρώτο του ευρωπαϊκό πρωτάθλημα (87-78, νίκη επί της Ρεάλ Μαδρίτης, με τον «Μότσαρτ» να πετυχαίνει 39 πόντους). Την επόμενη σεζόν χάρισε και δεύτερο ευρωπαϊκό τρόπαιο στην Τσιμπόνα, πετυχαίνοντας 22 πόντους κόντρα στη Ζαλγκίρις Κάουνας του Αρβιντας Σαμπόνις, ενώ το 1987 στο παλμαρέ του πρόσθεσε το Κύπελλο Κυπελλούχων, σημειώνοντας 28 πόντους στον τελικό με τη Σκαβολίνι. Για τους λάτρεις των στατιστικών αξίζει να σημειωθεί ότι στις τέσσερις σεζόν του στην Τσιμπόνα ο Ντράζεν είχε μέσο όρο 37,7 πόντους στο γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα και 33,8 πόντους στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, ενώ τα προσωπικά του ρεκόρ ήταν 112 και 62 ατομικοί (!) πόντοι αντίστοιχα. Με την Εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας κέρδισε, μεταξύ άλλων, χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του 1989 και χρυσό στο Μουντομπάσκετ του 1990.
Το 1986 οι Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς τον επέλεξαν στον τρίτο γύρο του ΝΒΑ draft, όμως εκείνος προτίμησε να μείνει στην Ευρώπη. Το 1988 υπογράφει συμβόλαιο με τη Ρεάλ Μαδρίτης έναντι του αστρονομικού -για τα δεδομένα της εποχής- ποσού των 4.000.000 δολαρίων. Μπορεί η Μπαρτσελόνα να πήρε το πρωτάθλημα, όμως η «βασίλισσα» κατέκτησε το Κύπελλο Ισπανίας και λίγο αργότερα το Κύπελλο Κυπελλούχων, με τον ίδιο να σημειώνει στον τελικό με την Καζέρτα του Οσκαρ Σμιντ 62 πόντους!
Το όνειρο του ΝΒΑ
«Η Ευρώπη δεν μπορούσε πια να μου προσφέρει αυτά που ήθελα. Κάθε βράδυ ήταν το ίδιο και δεν είχε μείνει τίποτα για να κερδίσω». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε τη «γηραιά ήπειρο», υποκύπτοντας στα… θέλγητρα του ΝΒΑ. Την περίοδο 1988-1990 ενσωματώνεται στους Μπλέιζερς και τελειώνει τη σεζόν με 12 λεπτά συμμετοχής ανά παιχνίδι, χρόνος που μειώθηκε στα 7 λεπτά το 1990-1991. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς μια ανταλλαγή με τους Νάγκετς τον στέλνει στους Νιου Τζέρσεϊ Νετς. Ο «Μότσαρτ» ξαναπαίρνει την μπαγκέτα του, σημειώνει κατά μέσο όρο 20,6 πόντους και 36,9 λεπτά στο παρκέ, αναδεικνύεται κορυφαίος γκαρντ του ΝΒΑ (51% ποσοστό ευστοχίας στα σουτ εντός πεδιάς) και ανακηρύσσεται ΜVP της ομάδας του. «Είναι ο μόνος παίκτης που με κοιτάει στα μάτια» είχε πει ο Μάικλ Τζόρνταν για τον «γιο του διαβόλου». Η επόμενη περίοδος ήταν εξίσου επιτυχημένη τόσο στους Νετς όσο και στην Εθνική Κροατίας, την οποία οδήγησε στη δεύτερη θέση των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελόνης.
Το κακό προαίσθημα του Βράνκοβιτς
Το καλοκαίρι του 1993, ενώ ήδη σκέφτεται την επιστροφή του στην Ευρώπη, πηγαίνει στην Πολωνία για τα προκριματικά του Ευρωμπάσκετ. Η αποστολή της Εθνικής ταξιδεύει στην Κροατία αεροπορικώς, όμως ο Ντράζεν προτιμά να συναντηθεί με την αγαπημένη του Κλάρα Ζάλαντζι (Μις Γερμανία) και να πάει οδικώς – αγνοώντας το «κακό προαίσθημα» που του εξομολογήθηκε ο Βράνκοβιτς γι’ αυτό το ταξίδι. Το τελευταίο του ταξίδι. Η είδηση του θανάτου του έσκασε σαν βόμβα. Εγινε πρώτο θέμα στο CNN. Σύσσωμος ο φίλαθλος -και όχι μόνο- κόσμος δάκρυσε. Απ’ άκρη σ’ άκρη της Γης. Ο πρωθυπουργός της Κροατίας Φράνιο Τούζμαν διέκοψε την περιοδεία του στην Κίνα κει επιστρέφει εσπευσμένα στο Ζάγκρεμπ. Στην κηδεία του, στο κοιμητήριο Μιρογκόι, τα λουλούδια σχημάτιζαν λόφους.
Οι Νετς απέσυραν τη φανέλα με τον αριθμό 3 που φορούσε, ενώ το 2002 έγινε μέλος του Basketball Hall of Fame. Στις 7 Ιουνίου του 2006 εγκαινιάστηκε στο Ζάγκρεμπ το Μουσείο Ντράζεν Πέτροβιτς, το οποίο βρίσκεται σε μια πλατεία που επίσης έχει το όνομά του. Φόρος τιμής για το σύμβολο της Τσιμπόνα και ολόκληρης της Κροατίας, το «αστέρι» της Ρεάλ, τον «ξένο» των Μπλέιζερς, τον «βιρτουόζο» των Νετς.
Μελίνα Βαλτζή