Γυρίζοντας μια ταινία

Η σκηνή στο καφενείο, «Η συνάντησις των φίλων», ιδιοκτησίας Νικολάου Μερακλή ή «Μπίχλα» λόγω που επειδής η καθαριότητα δεν είναι και το δυνατό του σημείο και τα έχουμε πει αυτά.

  • γράφει ο Χρήστος Μπολώσης

Το θέμα το έβαλε στο τραπέζι, αφού πρώτα το σκούπισε ο Μπίχλας (το τραπέζι),  ο κύριος Ιπποκράτης, ο οποίος στα νιάτα του, είχε χρηματίσει ηθοποιός Γ΄ Εθνικής κατηγορίας. Είχε παίξει μάλιστα, κατά δήλωσή του, και σε 3 ταινίες, αγνώστου παραγωγού, σκηνοθέτου κ.λπ. 

Η πρώτη ταινία ήταν «Η άτυχος κορασίς». Εκεί υποδυόταν ένα γκαρσόνι σε νυκτερινό κέντρο, που έπαιρνε παραγγελία  από τον πρωταγωνιστή και αφού τον ρώτησε «Τι θα πάρετε;» στο τέλος είπε κι’ ένα: «Ευχαριστώ».

Η άλλη ταινία ήταν το «Το αγόρι και το κορίτσι». Σ’ αυτήν έπαιζε τον θυρωρό της πολυκατοικίας, που έμενε το αγόρι και του είπε μια φορά «Καλημέρα κύριε Φρίξο».

Η 3η ταινία ήταν η «Για την αγάπη ενός αρτεργάτου», στην οποία έπαιζε μία φραντζόλα ψωμί…

Ο κ. Ιπποκράτης λοιπόν με την τεράστια αυτή εμπειρία, ρώτησε την εκλεκτή ομήγυρη: 

  • Ρε σεις, ξέρετε ποιο είναι το πιο δύσκολο σενάριο  για να γίνει ταινία;  

Ουδείς ήξερε και ο κ. Ιπποκράτης έσπευσε να διευκρινίσει. 

  • Ρωτάω ρε τι είναι πιο δύσκολο να γράψεις μια κωμωδία ή ένα δράμα;

Μερικοί πετάχτηκαν:

  • Κωμωδία, κωμωδία, καθ’ όσον  λες δυό τρεις σαχλαμάρες εκεί πέρα και καθάρισες, ενώ το δράμα…

Ο κ. Ιπποκράτης, κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε, δηλαδή από τα αριστερά προς τα δεξιά και τούμπαλιν, σημάδι  πως δεν συμφωνούσε και είπε με φωνή που δεν σήκωνε πολλά – πολλά:

  • Ακούστε με ρε.

Οι πάντες εσιώπησαν. Ήπιαν άλλος τον καφέ του, άλλο το ουζάκι του, άλλος το νερό του και άλλος το τίποτά του. Μερικοί ρεύτηκαν κιόλας. Τώρα τι ρεύτηκαν πρωί πρωί, μυστήριο. Στο τέλος,  ηρέμησαν άπαντες και έστησαν αυτί, πλην του  Μητσάρα που βαριάκουγε  και έστησε το… ακουστικό.

  • Ακούστε με, ξαναείπε ο κ. Ιπποκράτης. Και τα δύο μάγκες μου είναι δύσκολα, αλλά αν τα βάλεις στη ζυγαριά, θα δεις ότι πιο εύκολα  προκαλείς το δάκρυ κορόμηλο, παρά να σκάσει χαμόγελο το χειλάκι σου.
  • Το οποίον πώς και διατί, αρώτηξε ο Γιακουμής ο Σαρδέλας, παλιός ψαράς εξ’ ου κα το παρατσούκλι, που το αλάτι της θάλασσας τούχε κάνει το μυαλό  σαν παστή σαρδέλα Καλλονής.
  • Για πείτε μου ρε σεις, τι χρειάζεται για να φτιάξουμε μια ταινία δραματική, που να την βλέπει η μάνα, να κλαίει  και των παιδιών να μη δίνει;

Αμηχανία στο ακροατήριο. Άλλος έξυνε τα κεφάλι του, άλλος τη  μύτη του (από μέσα όχι απ’  όξω), άλλος τήραγε μια μύγα που κυνηγούσα μια άλλη   μύγα περί κακού, άλλος πήγε προς νερού του, όμως ουδείς απάντησε στην ερώτηση του κ. Ιπποκράτη, που είχε παίξει και σε τρεις ταινίες και ο οποίος συνέχισε, αφόσον έβλεπε  ότι μέχρι και τρία  χρόνια να περιμένει, απάντηση δεν επρόκειτο να πάρει. 

Για να φτιάξεις το λοιπόν  ένα δραματικό σενάριο να πούμε, λαμβάνεις μια νεανίδα ετών 18, ας την πούμε Λενιώ, η οποία φεύγει από το όμορφο και γραφικό χωριό της και έρχεται στην ξελογιάστρα την πρωτεύουσα να καζαντίσει, να προκόψει πα να πει. Αντί για χωριό, μπορείς να βάλεις και νησί, ώστε αν θέλεις να βάλεις και πολλά νησιώτικα τραγούδια να γεμίσει η ταινία. Πιάνει το λοιπόν δουλειά σ΄ ένα σπίτι, γίνεται Ελένη και βουτάει το σφουγγαρόπανο και το κάνει και αναστενάξει, καθόσον και ήντουνε και γυμνασμένη από τα χωράφια. Όμως ο κύριος του σπιτιού, εκτός από το σφουγγαρόπανο ήθελε και άλλα πράγματα και δεν ξέρω αν με εννοείτε.

Οι ευγενείς ακροατές κούνησαν τα κεφάλια τους με νόημα,  μερικοί μάλιστα κλείσανε και το μάτι στο διπλανό τους, πλην το Βαγγέλα του γκαβού που έχων ένα μάτι, το άλλο του το είχανε φάει σε καυγά, δεν μπόραγε να το κλείσει καθόσον μετά δεν θα έβλεπε την τύφλα του…

  • Αν θέλει λοιπόν να το κάνεις και πιό δράμα, ο κύριος εκμεταλλεύεται την θέση του και ένα βράδυ πούβρεχε γένεται το ανεπανόρθωτο μετά της τέως δεσποινίδος και νυν κυρίας Ελένης και δεν ξέρω αν με εννοείτε.

ΟΙ μάγκες τον εννόησαν, κούνησαν πάλαι τα κεφάλια τους πέρα δώθε και ο κ.  Ιπποκράτης συνέχισε.

  • Άμα θέλετε περισσότερο κλάμα κάνετε την πρώην Λενιώ και πρώην Ελένη να γίνεται Έλενα και να παίρνει τον κακό τον δρόμο, δεν ξέρω αν με εννοείτε. Το ευγενές ακροατήριο τον εννοούσε. Παίρνει λοιπόν τον κακό τον δρόμο, συνέχισε ο κ. Ιπποκράτης και καταλήγει σ’ εκείνα τα ευαγή ιδρύματα που έχουν αρκούντως ζωντανέψει ταινίες όπως τα «Τα Κόκκινα φανάρια», δεν ξέρω αν με εννοείτε. Κούνησαν πάνω κάτω τα κεφάλια οι ακροατές, σημάδι ότι τον εννοούσαν και ο ρήτορας συνέχισε. Εκεί λοιπόν την γνωρίζει ένα καλό παιδί, Φώντα τόνε λέγανε, και προθυμοποιείται να τις φυλάει τις εισπράξεις για να παντρευτούνε και να φτιάξουμε σπίτι. Η Έλενα του τα ακουμπάει κανονικά και μια ωραία νύχτα, που το φεγγάρι δεν βγήκε, που έλεγε και ο Μέγας Ζαμπέτας, φεύγει ο Φώντας να πάει για τσιγάρα, αλλά κάνει λάθος και πάει κατά αεροδρόμιο μεριά, παίρνει τα αρεοπλάνο, πάλι που έλεγε ο Ζαμπέτας και πετάει για  Αργεντινή, μαζί με όλη τη είσπραξη των τελευταίων πέντε ετών. Η Έλενα ξυπνάει το πρωί και βλέπει άδειο το μαξιλάρι
  • Να δει που πήγε για δουλειά σκέφτεται ευχαριστημένη που έχει ένα τον προκομμένο σύντροφο (αλλιώς τον λένε αλλά τέλος πάντων). Όμως περνάει μια ώρα, περνάνε δύο και κατά το μεσημεράκι  χτυπάνε τα τέλια.
  • Τον Φώντα; Βέβαια τον είδα στο αεροδρόμιο και κούναγε μαντήλι για Αργεντινή.

Η, τέως δεσποινίς, Έλενα ταράχτηκε πολύ. Τόσο πολύ που πήρε τους δρόμους αλαφιασμένη. Έτσι όπως έτρεχε τη βαράει ένα αυτοκίνητο.  Η σκηνή τώρα μεταφέρεται στο χειρουργείο ενός νοσοκομείου. Η εγχείρηση είναι σε εξέλιξη, μια νοσοκόμα σκουπίζει τον ιδρώτα του χειρουργού του οποίου το βλέμμα σε μιά στιγμή σκοτεινιάζει και ο φακός ζουμάρει στο στήθος της τέως δεσποινίς Λενιώ, που φιγουράρει μια ελιά, να με το συμπάθιο. Σαν μεγάλο ρεβίθι.  

Η σκηνή τώρα μεταφέρεται στο δωμάτιο της Έλενας που είναι μαζεμένοι ο αδελφός της ο Μήτρος, που είναι δακρυσμένος, η μάνα της (συνήθως η Ελένη Ζαφειρίου), που κλαίει σπαραχτικά και ο γιατρός, ο Κωνσταντής, που ήταν ο παιδικός έρωτας της Έλενας όταν  ήταν  Λενιώ και που είχε δει την ελιά και να μη σας νοιάζει πώς. Τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε γυρίζουν όλο στο χωριό παντρεύονται κ.λπ. κ.λπ.

Ο κ. Ιπποκράτης, που είχε παίξει και σε τρεις ταινίες, δεν ήταν δα και πρωταγωνιστής, κοίταξε το φιλοθεάμον κοινό, που επίσης τον κοιτούσε μάλλον αδιάφορα και είπε:

-Είδατε τι εύκολα γίνεται ένα δράμα; Για να φτιάξετε τώρα μια κωμωδία. και εννοώ κωμωδία που να αφήσει το στίγμα ης όχι κάτι σαχλαμάρες φάρσες της κακιάς ώρας. Κωμωδία που τα καλαμπούρια της θα μείνουν διαχρονικά. Όπως το «Μπράβο ρε Μαρίνα βουλωμένο γράμμα διαβάζεις» ή «Τελείωσες; Ρούφα τ’ αυγό σου» ή «Χούφτω στην,  χούφτω στην» ή «Εγώ πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου που πρόσεχε την Ξανθοπούλου που μίλαγε με την Γιαδικιάρογλου» ή «Χωριουδάκι αλλά κόμβος» ή «Πορτοκαλάδα από πορτοκάλια;» ή «Το θέμα δεν είναι να μας ανοίξεις την όρεξη, αλλά να μας την κλείσεις» ή «Πατέρα βαλε άλλα εκατό, ο νιός είναι λεβέντης» ή «Μεγάλη μεγάλη. Ε τι μεγάλη. Δεν είναι δα και σαν τη Πελοπόννησο» ή «Πνεύμα και ηθική» ή «Και δεν θα ντραπείς το πλατάνι;» ή «Το στρίβειν δια του αρραβώνος» ή «Αυτή, μέχρι μουστάκι θα σε βάλει να κόψεις» και τόσες άλλες θρυλικές ατάκες. Αυτές θυμόμαστε, μερικές από τις οποίες είναι… 60 χρονών κι’ όμως διατηρούν ατόφια τη φρεσκάδα τους. Αυτές χρησιμοποιούμε και στην καθημερινότητά μας, ενώ ποιος θυμάται διαλόγους από το «Δυό μάνες στο σταυρό του πόνου» η το «Θέλω να ζήσεις μανούλα κ.λπ.». 

Βέβαια, συνέχισε κ. Ιπποκράτης, υπάρχουν και ατάκες από δραματικές ταινίες που άφησαν εποχή («Στέλλα φύγε κρατάω μαχαίρι», «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη», «Όχι άλλο κάρβουνο», «Για την φουκαριάρα τη μάνα μου»), αλλά αυτές είναι σταγόνα στον ωκεανό

– Καταλάβατε κύριοι; ρώτησε ο κ. Ιπποκράτης, αλλά δεν άκουσε καμία απάντηση.

-Καταλάβατε ρε σεις; ξαναρώτησε.

-Ναι, ναι απάντησε η εκλεκτή ομήγυρης, η οποία δε είχε καταλάβει το «κύριοι». 

Ο κ. Ιπποκράτης κουρασμένος από την διάλεξη, φώναξε:

-Ρε Μπίχλα, τσάκω ένα διπλό ούζο με περιποιημένο  μεζέ.

Συνεχίζουμε σήμερα με τα «Οικογενειακά του ΚΚΕ», τα οποία μας έλειψαν λόγω επικαιρότητος. Για τους φίλους που ήλθαν τώρα στην παρέα μας να πούμε, ότι το βιβλίο «Τα οικογενειακά του ΚΚΕ « γράφτηκε το 1949.

Ήλίας Κατσώνης (Μανιάτης)

Ό Κατσώνης δεν ήταν πολύ γνωστός μέ τό πραγματικό του όνομα. Οσοι τον γνώρισαν, τον γνώρισαν σαν Ήλία Μανιάτη. Τό ψευδώνυμο Μανιάτης τό πήρε, φαίνεται, από τον τόπο της καταγωγής του, γιατί κατήγετο από το χωριό Κουσκούνι της Αρεοπόλεως.

Τον Μανιάτη, εκτός των κομμουνιστών της Αθήνας, τον γνώρισαν και όλοι οι Κομμουνιστές καί ΕΑΜίτες, πού υπηρέτησαν στον «ΕΛΑΣ» της Στερεάς Ελλάδος, πρώτα, σαν πολίτικο καθοδηγητή μαζί μέ τον Κλάρα (Άρη Βελουχιώτη), και έπειτα, σαν γραμματέα τού Κομματικού Γραφείου Περιοχής Στερεάς με έδρα το Καρπενήσι. Ό Μανιάτης ανέβηκε από τούς «πρώτους» στο Βουνό και σαν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής τού Κ.Κ.Ε. ανέλαβε την καθοδήγηση τού τότε σχηματιζομένου ΕΛΑΣ.  Όταν ό Κλάρας επέτυχε να αναπτύξει το αντάρτικο, το Κόμμα ανέθεσε στο Μανιάτη την καθοδήγηση της περιφερειακής οργάνωσης Στερεάς και, στη θέση αυτή, έμεινε ως την απελευθέρωση. Το ποιός ήταν, σαν άτομο, ό Μανιάτης και πώς φέρθηκε σαν «λαϊκός αγωνιστής» το δείχνουν ανάγλυφα δύο περιστατικά πού θα αναφέρουμε έδώ και για τα όποια μπορούν νά ερωτηθούν έκτος των άλλων προσώπων, πού βρέθηκαν την εποχή εκείνη κοντά του καί ό Γεώργιος Βασιλόπουλος, πού βρίσκεται σήμερα στη Μακρόνησο εξόριστος καί ή Κουλά Γ. Σιάντου, πού βρίσκεται στο Τρικέρη.

Θά μπορούσαν επίσης νά μάς πούν πολλά και ή Αύρα Παρτσαλίδη, ή Λιλή Γεωργίου, αλλά αύτές, γιατί βρίσκονται σήμερα στο εξωτερικό μέ αποστολή νά «διαφωτίσουν» τις γυναίκες τού έξω κόσμου παρόλο, πού πήραν «ενεργό» μέρος στην «απελευθερωτική» κίνηση τού Μανιάτη, δεν τις έπικαλούμεθα. Εκείνη επίσης πού θά μπορούσε νά μάς «διαφωτίσει» αρκετά καλά είναι ή Καίτη Νυσιρίου ή Ζεύγου, αλλά επειδή βρίσκεται σήμερα φυλακισμένη, ας υποβάλλουν σχετικές ερωτήσεις σ’ αυτήν οί άλλες συγκρατούμενες μ’ αυτήν γυναίκες, προπαντός αυτές πού θά «άγαναχτήσουν», όταν θά διαβάσουν τά παρακάτω καί θά θελήσουν να τα εξακριβώσουν.

ΟΙ άθλοι τού Μανιάτη, σαν καθοδηγητή καί άνώτερου στελέχους τού Κ.Κ.Ε. πάνω στις γυναίκες παρουσιάζουν μια Ιδιομορφία σε σχέση μέ τούς άθλους τού Καραγιώργη καί Μπαρτζώτα. Ό Μανιάτης δεν ήταν γιατρός, όπως οί άλλοι «έν γυναιξί» συναγωνιστές του, ούτε «συνανεστρέφετο» το γυναικείο φύλον, το παρακατιανό. Το περιβάλλον του αποτελείτο άπό άνώτερα γυναικεία στελέχη, σαν τήν Παρτσαλίδη, τη Λιλή Γεωργίου καί τήν Καίτη Ζεύγου.

Η προτίμηση αυτή τού Μανιάτη έστέρησε το «λαϊκό γυναικείο κίνημα» των ιδιαιτέρων ωφελημάτων, πού είχε ή γυναικεία «Αριστοκρατία» τού Κ.Κ.Ε. Γιά την Λιλή Γεωργίου, δεν χρειάζονται γιά όσους και όσες γνώρισαν τή «δραστηριότητα» της νά σημειώσουμε ιδιαιτέρως πόσο «βοήθησε» τον  Μανιάτη στο έργο του,  ούτε και να αναφέρουμε πόση δύναμη αγωνιστική «άντλησε» απ’ αυτόν, την περίοδο εκείνη. Όσο για τις άλλες «αγωνίστριες» το παρακάτω περιστατικό μιλάει μόνο του.

Μεταξύ των άλλων αφελών πού, την περίοδο εκείνη, ξεγελάστηκαν από το Κ.Κ.Ε. καί παράτησαν τίς δουλειές τους και τα σπίτια τους για νά ανεβούν στο βουνό να πολεμήσουν τον καταχτητή, ήταν και ένας υπάλληλος τού Υπουργείου Οικονομικών, ονόματι Βασίλειος Μαυρουδής, από τούς Μολλάους τής Λακωνίας. Ή Κομμουνιστική οργάνωση Στερεάς, πού καθοδηγούσε ό Μανιάτη: τον τοποθέτησε στον τομέα της Αλληλεγγύης και ό Μαυρουδής, νομίζοντας, ότι δούλευε για το λαό, εργαζόταν μέ όλες του τις δυνάμεις. Δεν πέρασε πολύς καιρός όμως καί είδε ότι ο καθοδηγητής του, ό Μανιάτης, δούλευε για κάθε άλλο παρά για το λαό. Ό Μαυρουδής ύστερα, όταν συζητούσε με τούς άλλους γνωστούς του, πού είχαν φύγει μαζί από την Αθήνα, ξεσπούσε σέ βρισιές εναντίον τού «καθοδηγητή» του για την «ανάρμοστη συμπεριφορά του». Οι άλλοι προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν γιατί καταλάβαιναν, ότι, αν μάθει ο Μανιάτης ότι τον βρίζει ο Μαυρουδής, ή θέση τού τελευταίου δεν θα ήταν και τόσο ευχάριστη μέσα στην οργάνωση. Όσο περνούσε ό καιρός όμως ή αγανάκτηση τού Μαυρουδή μεγάλωνε, γιατί το κακό είχε πλέον παραγίνει και παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις, πού τού είχαν κάνει οι γνωστοί του, σε μια συνεδρίαση της Αλληλεγγύης, πού παρευρέθη και ό Μανιάτης, ο Μαυρουδής δεν βάσταξε άλλο, πήρε το λόγο και κατηγόρησε ανοικτά τον Μανιάτη, σαν στοιχείο ανήθικο. Ό Μανιάτης ψύχραιμος, υποκρίθηκε, ότι δεν θύμωσε γι’ αυτό, αντίθετα προσπάθησε να δικαιολογηθεί και ταυτοχρόνως, μέσα του, εξέδιδε την εις θάνατον καταδίκη τού Μαυρουδή. Αφού πέρασε αρκετός καιρός, μια μέρα, ειδοποιήθηκε ό Μαυρουδής, ότι ή οργάνωση τού ανέθετε μια αποστολή στα χωριά της περιφέρειας και μία φρουρά από αντάρτες θα τον συνόδευε για μεγαλύτερη «ασφάλεια» του στην περιοδεία του αυτή. Χωρίς να βάλει κακό στο μυαλό του, ό Μαυρουδής ετοιμάστηκε. Αφού όλα είχαν ετοιμαστεί, και αφού αποχαιρέτησε τούς γνωστούς του ό Μαυρουδής με την συνοδεία του ξεκίνησε για την περιοδεία. Από την περιοδεία αύτη όμως, δεν ξαναγύρισε. Αργότερα ό Μανιάτης με μεγάλη «λύπη» του ανακοίνωσε ότι στο δρόμο της ή συνοδεία έπεσε σε ενέδρα Γερμανών και ο Μαυρουδής έπεσε «ηρωικώς» μαχόμενος. Με αυτά τα λόγια, πληροφορήθηκαν οι φίλοι του Μαυρουδή από το Μανιάτη τον «ηρωικό» θάνατό του και όλοι τους έκαμαν ότι το πίστεψαν. Όταν βρέθηκαν μόνοι τους, αποφάσισαν να εξιχνιάσουν την αλήθεια και να μάθουν τις λεπτομέρειες της δολοφονίας του συντρόφου των. Ύστερα από έρευνα, πού έκαμαν, έμαθαν από τούς φρουρούς τού Μαυρουδή, ότι αυτοί τον εξετέλεσαν, γιατί ήταν «χαφιές» και «όργανο» του καταχτητή και είχαν πάρει «εντολή» από τον αρχηγό της πολιτοφυλακής Καρπενησιού για να τον εκτελέσουν. 

Την εποχή αυτή στο Καρπενήσι ήταν ή Ζεύγου, ή Παρτσαλίδη κι’ άλλες «επίσημες» προσωπικότητες του Κ.Κ.Ε., Αλλά κανένας δεν τόλμησε από τούς γνωστούς του Μαυρουδή να καταγγείλει τον εγκληματία, γιατί κατάλαβαν πώς ή ζωή τους κρεμόταν από τα χέρια του έκφυλου και εγκληματία Μανιάτη. Μετά την Απελευθέρωση, άρχισαν σιγά-σιγά να κατεβαίνουν στην Αθήνα οι «Απελευθερωτές» και οι συγγενείς του Μαυρουδή, μεταξύ των οποίων και οι αδελφές Σουλάζου, οι όποιες είναι εξαδέλφες του μακαρίτη Μαυρουδή. Αυτές πήγαν επανειλημμένα στα Γραφεία της Αλληλεγγύης και ρώτησαν τούς φίλους του, γιατί δεν κατέβηκε ακόμη ό Βασίλης και ζήτησαν να μάθουν νέα του. Το τραγικότερο σε όλη αυτή την υπόθεση είναι, ότι αυτοί που ήξεραν την αλήθεια για το τέλος του Μαυρουδή δεν την έλεγαν, γιατί δεν τούς «άφηνε» το κομματικό συμφέρον να το ανακοινώσουν, ούτε στους άλλους, μα ούτε και στην εξαδέλφη του Άνθη Σουλάζου, παρ’ όλον που και αυτή, ήταν στέλεχος του Κ.Κ.Ε. Νομίζουμε μάλιστα πώς δεν έμαθε τελικά ή Σουλάζου την αλήθεια και γι’ αυτό συνέχισε τον «αγώνα» και στην νέα περίοδο, σαν αντάρτισσα τού «Δημοκρατικού Στρατού» και σκοτώθηκε στην περιφέρεια τής Θεσσαλονίκης με την αντίληψη, ότι πολεμούσε για την τιμή και τα συμφέροντα του λαού. Τέτοιο τέλος βρήκε ο Μαυρουδής, ό άνθρωπος, πού από το 1930 Ακολούθησε το Κ.Κ.Ε. και πίστεψε σ’ αυτό. Θυσίασε τα πάντα, έμεινε χωρίς δουλειά, υπέφερε τα πάνδεινα αυτός και το σπίτι του και τελικά δολοφονήθηκε, γιατί είχε το θάρρος να διαμαρτυρηθεί  για τα στραβά, που είδε στους ηγέτες του Κ.Κ.Ε., ενώ οι άλλοι, που δεν μίλησαν και έσκυψαν το κεφάλι ζουν και συνεχίζουν το «απελευθερωτικό» έργο του Μανιάτη, που ή έκφυλη ζωή του, τον οδήγησε, φυματικό,  γρήγορα στον τάφο.

Πόσο δίκιο είχαν, σχεδόν σε όλα, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Έλεγαν επί παραδείγματι: «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη» και εννοούσαν βέβαια, ο καθένας να κοιτάει την δουλειά του, την οποία – υποτίθεται – ότι γνωρίζει, καθόσον άμα πας να κάνεις τον προφέσορα και είσαι πτυχιούχος Γ΄ Δημοτικού, το αποτέλεσμα θα είναι λίαν αποκαρδιωτικό. Προς τι όλα αυτά; Ιδού. Κυρία που έχει μουσική εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο, θέλησε, μπαίνοντας σε ξένα οικόπεδα, να σχολιάσει  τις Γερμανικές εκλογές και είπε με τον απαραίτητο στόμφο: «Ο Γερμανικός λαός, ύψωσε τοίχος προστασίας κατά της Ακροδεξιάς κ.λπ. κ.λπ.». Τώρα το ότι το Ακροδεξιό κόμμα AfD διπλασίασε την δύναμή του και τερμάτισε δεύτερο στην εκλογική κούρσα, προφανώς αφήνει παγερά αδιάφορη την  κυρία. Δεν άφησε όμως αδιάφορους τους καθ’ ύλην αρμοδίους,  που είναι βέβαια οι Γερμανοί. Προφανώς η κυρία θα σκέφτηκε: «Τι ξέρουν οι Γερμανοί; Εγώ σε κρατικό μέσο εργάζομαι, ας σταθώ στη σωστή πλευρά της ιστορίας», που όμως είναι τόσο σωστή, όσο  ήταν  και η πλευρά δίπλα στον Ζελένσκι. Αν ζούσε ο μακαρίτης ο  Θανάσης Βέγγος, θα την ρωτούσε: «Ξέρεις από πολιτική;»

Είναι δυνατόν να συμβαίνει το τοιούτον τι; Εάν ναι, τότε είναι να παίρνουμε το «Project (αυτό μας  μάρανε) Ελλάδα 2.0» να το κάνουμε μασούρι και να το…. ας μη γινόμαστε χυδαίοι. Θυμόσαστε το πάλαι ποτέ πιό σύντομο ανέκδοτο; «Αλβανός τουρίστας». Διαβάζουμε και φρίττουμε στο Newsbreak της 2 Μαρτίου, αλλά και σε άλλες ιστοσελίδες: «Ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα τόνισε, όπως αναφέρουν τα αλβανικά ΜΜΕ, τις μεγάλες ευκαιρίες που προσφέρει η Αλβανία σε όσους αναζητούν ευκαιρίες απασχόλησης. ‘’Προσφέρουμε θέσεις εργασίας και καλύτερους μισθούς από την Ελλάδα. Η αλβανική οικονομία έχει επεκταθεί και οι ευκαιρίες για επιχειρηματική δραστηριότητα έχουν αυξηθεί’’». Εδώ λοιπόν μας κατάντησε το άθλιο πολιτικό καταστημένο της χώρας μας. Να μας προσφέρει θέσεις εργασίας και μάλιστα με καλύτερους μισθούς η Αλβανία, την οποία αν έτσι έχουν τα πράγματα και δεν μας δουλεύει ο εντιμότατος κ. Ράμα, οφείλουμε να την συγχαρούμε. Και ενώ θα πρέπει να συγχαρούμε την Αλβανία, είπαμε εφόσον και εάν ο πονηρούτσικος Έντι λέει την αλήθεια γιατί μια αμφιβολία την έχω, τι να πούμε για εμάς; Θυμάστε επίσης που κάποιοι προφήτευαν  ότι θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης; Τώρα λοιπόν τα πράγματα βελτιώθηκαν. Δεν χρειάζεται να τρέχουμε εις τας Ευρώπας. Εδώ δα δίπλα. Στο Αργυρόκαστρο, στους Αγίους Σαράντα, στα Τίρανα. Είδατε το 2.0;

Θα έχετε καταλάβει συμπολίτες μου (Νάτο τώρα! Το άφησε ο κ. πρωθυπουργός, αλλά το κολλήσαμε εμείς), ζούμε στην εποχή της τέλειας παράκρουσης. Και αναφέρομαι στο εδώ και δύο χρόνια επίκαιρο και ας λέει ο κ. Βορίδης, θέμα του δυστυχήματος των Τεμπών. Τους λες: «Ρε είναι λογικό που επί δύο χρόνια  δεν μπορούμε να μάθουμε τι στο διάολο κουβάλαγε το αναθεματισμένο το εμπορικό;» και αρχίζουν «ξέρεις οι φορτωτικές, το έτσι, το αλλιώς». Τους λες: «Πώς ο κ. Κ. Αχ. Καραμανλής διαβεβαίωνε τη Βουλή για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων  μόλις 8 μέρες πριν το δυστύχημα;» και αρχίζουν «Αναπαράγεις  τις απόψεις του τάδε πουλημένου δημοσιογράφου». Ρωτάς για την αηδιαστική φράση του κ. Γεωργιάδη: «Αν ο υπουργός έλεγε ότι υπήρχε πρόβλημα  ασφαλείας, δεν θα έμπαινε κανένας στα τραίνα» και σε εντάσσουν στους οπαδούς της κας Κωνσταντοπούλου, η οποία είδε ξαφνικά να αυξάνονται οι οπαδοί της τόσο, ώστε τα ποσοστά της να αγγίζουν πλέον και ίσως να ξεπερνούν, δεν είναι βέβαιον ακόμα, το σταλινικό 90%. Μεγαλεία πράγματα. Ρωτάς το ένα, ρωτάς ο άλλο και απαντήσεις συγκεκριμένες δεν παίρνεις. Τι να πουν άλλωστε; Είναι όμως πεπεισμένοι  ότι σε βάζει ο… Πούτιν ή τα πολυόμματα χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα σεραφείμ  και τα λες αυτά. Τέτοια επιχειρήματα όμως είναι για τα μπάζα (μη λες μπάζα…).

Λες νάχει δίκιο;

Γιάννης Πουλόπουλος

Τραγουδάει η Αλίκη Βουγιουκλάκη

Λίγο τόχεις αυτό;

Ρατσιστικό, σεξιστικό, μα πάνω απ’ όλα αληθινό.

{{-PCOUNT-}}50{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα

spot_img