Για να σας ρωτήσω κάτι συμπολίτες μου, όλους εσάς που ασχολείστε με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αυτά τα μηχανήματα το διαβόλου. Όταν μουλαρώνει το μηχάνημά σας τι κάνετε; Ασφαλώς η πρώτη σας ενέργεια, είναι το επονομαζόμενο «restart»,ό εστί μεθερμηνευόμενο, «Επανεκκίνηση».
- Από τον Χρήστο Μπολώση
Επιτέλους, οι αρμόδιοι, αλλά και οι «αρμόδιοι», αποφάσισαν να μας αμολήσουν και κατάργησαν τα απάνθρωπα και κυρίως αναποτελεσματικότατα λοκντάουν. Να σκεφτείτε ότι με ντάλαλοκντάουν οι νεκροί ήταν γύρω στους 100 ημερησίως, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας έδινανκαι τώρα, χωρίς το μάντρωμα, έχουν πέσει γύρω στους 20… Θα πούνε μερικοί ότι αυτό οφείλεται στον καλό καιρό. Μάλλον στον κακό μας τον καιρό οφείλεται. Τέλος πάντων…
Από το διάστημα τη λήξεως του λοκντάουνλοιπόν μέχρι σήμερα, παρατηρούμε με προσοχή τις αντιδράσεις των συμπολιτών μας. Οφείλω να ομολογήσω ότι τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Και τούτο διότι έχουμε ξεχάσει βασικές λειτουργίες και συνήθειες μιας κανονικής ζωής. Πράγματα τα οποία π.κ. (προ κορονοϊού) μας φαίνονταν απλά και φυσιολογικά και τα κάναμε σχεδόν μηχανικά, τώραδυσκολευόμαστε. Για σκεφτείτε το λιγάκι. Τρεις πριν και επτά μήνες τώρα (και βλέπουμε) λοκντάουν είναι αυτοί.
Προσπαθώντας να βοηθήσουμε,θυμίζουμε μερικά θέματα, που οπωσδήποτε θα μας δυσκολέψουν.
α. Περπάτημα στην πόλη
Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να αρχίσουμε να κυκλοφορούμε σεμνά και ταπεινά. Τα πράγματα εκεί έξω, θα είναι πολύ πιο δύσκολα, από την μέχρι τώρα συνηθισμένη καθημερινή μας διαδρομή κρεβατοκάμαρα, κουζίνα έρευνα στο ψυγείο, καθιστικό άραγμα στον καναπέ και τούμπαλιν. Θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε, ότι υπάρχουν φανάρια που ρυθμίζουν την κυκλοφορία και με το κόκκινο (Σταμάτης) σταματάμε, με το δε πράσινο (Γρηγόρης) περνάμε. Επίσης βασικό είναι να θυμόμαστε ότι οι πεζοί βαδίζουν στα πεζοδρόμια και τα αυτοκίνητα στους δρόμους.
Τι διάβολο, τζάμπα ο κ. Μπακογιάννης έφτιαξε τον «Μεγάλο Περίπατο» με τους φοίνικες ζόμπι;
β. Διασκέδαση στην ταβέρνα
Είναι μια παλιά συνήθεια που ενδεχομένως, μερικοί από εμάς, θα την ξαναζήσουμε, διότι δεν ξεχνάμε ότι από το 2010, έχουμε σφίξη την ζώνη κατά 360 μοίρες. Θα πρέπει λοιπόν να ξεχάσουμε τις συνήθειες που αποκτήσαμε με τα λοκντάουν και να μη μαζεύουμε εμείς τα πιάτα όταν τελειώνουμε το φαγητό. Για τον σκοπό αυτό υπάρχουν οι σερβιτόροι. Ούτε φυσικά πλένουμε τα σκεύη, εκτός και αν ο λογαριασμός είναι αντιστρόφως ανάλογος των δυνατοτήτων του πορτοφολιού σας.
γ. Σινεμά – Θέατρο
Η παρακολούθηση κινηματογράφου ή θεάτρου διαφέρουν από αυτήν της τηλεοράσεως, την οποία απολαμβάνουμε συνηθέστατα με παντούφλες και πιτζάμες. Για να πάμε σινεμά ή θέατρο, πρέπει να ντυθούμε. Έστω και σαν τον συμπολίτη μας τον κ. Πέτσα φορώντας παντελόνα – βράκα. Αφήστε που αν πάμε με πιτζάμες μπορεί να βρεθεί και κάποιος να μας… παρενοχλήσει. Αν συμβεί το τοιούτον έχουμε όλο τον χρόνο μπροστά μας, μέχρι το 2050, να το καταγγείλουμε.
δ. Τηλεόραση
Μετά από 7μηνη καραντίνα, ασφαλώς θα έχετε λαλήσει.Μια από τις κυριότερες αιτίες είναι σαφώς η τηλεόραση με τις… ενημερωτικές εκπομπές της. Εδώ θα πρέπει να δείξετε αυτοσυγκράτηση. Πνίξτε μέσα σας την ιερή αντιστασιακή αγανάκτησή σας. Σκεφθείτε ότι για να αγοράσετε την συσκευή σας δώσατε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό και αποφύγετε να την σπάσετε. Άλλωστε, δεν φταίει σε τίποτα το δύστυχο το μηχάνημα για τα παραληρήματα των λοιμωξιολόγων και των λοιπών τρομολάγνων.
ε. Εκκλησία
Βασικό είναι να ξαναθυμηθούμε ότι είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, διότι μ’ αυτούς που έχουμε μπλέξει και με την ασυδοσία των μουσουλμάνων που μας περιτριγυρίζουν, μπορεί να το έχουμε ξεχάσει. Όταν μπαίνουμε λοιπόν στους Ι. Ναούς, ανάβουμε κερί (το βρίσκουμε δεξιά ή αριστερά τω εισερχομένω) και μετά αφού προσκυνήσουμε τις εικόνες, πηγαίνουμε στις θέσεις μας (Αριστερά οι γυναίκες και δεξιά οι άνδρες. Για τους ΛΟΑΤΚΙ εν έχει ακόμα καθορισθεί. Μάλλον στον γυναικωνίτη…
στ. Γήπεδο
Είμαστε από τους τελευταίους που δεν ανοίξαμε ακόμη τα γήπεδα στον κόσμο έστω και με περιορισμούς. Στα γκολ λοιπόν, πανηγυρίζουμε σεμνά και ταπεινά, όπως πανηγύριζαν οι Ναυτικοί Δόκιμοι στην «Αλίκη στο Ναυτικό», αλλά μόνο όταν βάζει γκολ η ομάδα μας και όχι και οι αντίπαλοι. Όταν δεχόμαστε γκολ, επιτρέπεται να βρίζουμε σαν τον ομότιμο καθηγητή πανεπιστημίου κ. Βερέμη.
ζ. Οδήγηση αυτοκινήτου
Πιθανόν από την ακινησία το αμάξι σας να θέλεικαινούργιαμπαταρία, όπως το δικό μου. Αλλάξτε την και στείλτε τον λογαριασμό στου Μαξίμου. Όταν θα μπείτε στο αμάξι, βάζετε μπρος, πατώντας τέρμα τον συμπλέκτη. Αφήνετε σιγά – σιγά τον συμπλέκτη και πατάτε επίσης σιγά – σιγά το γκάζι και καλό σας ταξίδι. Αυτό εν ισχύει εάν έχετε όχημα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων (σασμάν) Δεν ξεχνάμε, πριν στρίψουμε, να βγάζουμε το φλας.Καλό θα είναι πριν ξεκινήσετε να ξαναθυμηθείτε πού είναι ο δείκτης της βενζίνης, μη ξεμείνετέ σε καμιά ερημιά, ποιο φωτάκι όταν ανάψει έχει φουντώσει ο κινητήρας σας και διάφορα άλλα, περιττά μεν, πολύ χρήσιμα δε, μπιχλιμπίδια.
Νομίζω ότι οι οδηγίες αυτές θα σας βοηθήσουνναεπανέλθετε στην κανονικότητα. Αν όχι, τα παράπονά σας στον κ. Χαρδαλιά…
Υ.Γ.: Είχα καιρό να σας «κεράσω» μεζεδάκια από τον μπαχτσέ του ΚΚΕ γενικότερα. Σήμερα σας έχω ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, το οποίο έχει μια ιδιαιτερότητα. Ήταν για χρόνια καταχωνιασμένο και θαμμένο σε κάποια βιβλιοθήκη. Τελικώς, χάρη στις έρευνες κάποιου περίεργου, το ποίημα βρέθηκε και είστε από τους λίγους που θα το απολαύσουν. Είναι βέβαια κομματάκι μεγαλούτσικο (εμ Ζαχαριάδης ήταν αυτός), αλλά μπορεί να το διαβάσετε σε συνέχειες. Δηλαδή τις «Άγριες μέλισσες» πώς τις βλέπετε; Άσε που μπορεί να το κρατήσετε και καβάντζα, μπας και μας τύχει κανένα νέο λοκντάουν…
Καλό ζοχάδιασμα…
Ο Σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης
Ήρθες απ’ του Νταχάου τα συρματοπλέγματα
ήρθες απ’ τη δεκάχρονη σκλαβιά, όπως έρχεται ο ήλιος απ’ την πόρτα της νύχτας.
Ήρθες μ’ ένα χοντρό στρατιωτικό χιτώνιο,
απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς
εσύ αρχηγός δίχως παράτες και γαλόνια και παράσημα
μόνο με το παιδιάστικο χαμόγελό σου ανίσκιωτο
σαν ένα γαρούφαλλο στην κουμπότρυπα του πόνου μας
μονάχα με τον ήλιο της ψυχής σου κρεμασμένον
σα φυλαχτό στον κόρφο του λαού μας.
Ήρθες χωρίς παράτες με τα σκονισμένα σου μαλλιά
καθώς κ’ Εκείνος μπήκε στα Ιεροσόλυμα με σκονισμένα ματόκλαδα
δίχως σημαίες και δίχως τύμπανα,πάνου σ’ ένα άσπρο γαϊδουράκι
κρατώντας μες στο φωτεινό του χέρι ένα κλαδάκι πικροδάφνη.
Οι σύντροφοί σου δεν ξέρανε τίποτα
ψάχναν ακόμη τα τηλεγραφήματά τους να σε βρουν.
Ψάχναν τα χελιδόνια μας μες στις καμένες πολιτείες του πολέμου
ανάμεσα στα καπνισμένα χαλάσματα και στις ξεδοντιασμένες γέφυρες
ανάμεσα στα εξοχικά τοπεία όπου σκουριάζουν σκελετοί των σιδερόδρομων ψάχναν να βρουν τη μυγδαλιά τους μες στα μάτια σου.
Οι σύντροφοι σου ακόμα δεν ξέρανε τίποτα
μα ένας αγέρας φύσηξε σαν απ’ τη θάλασσα
πλατάγισαν απάνου στα τραπέζια οι «Ριζοσπάστες»
έτσι που πλαταγίζουνε τα πεύκα της ακρογιαλιάς όταν τα ξεφυλλίζει ο μπάτης
απάνου στα βιβλία των φοιτητών ζυγιάστηκε ένα κόκκινο πουλί
απάνου στην Καισαριανή σαλέψανε τα κυπαρίσσια
στο Σκοπευτήριο εκεί τα κυπαρίσσια ετούτα που άκουσαν
να τραγουδάνε του Ζαλόγγου το Χορό οι διακόσιοι Ακροναυπλιώτες
πάνου στο μαύρο τσεμπέρι μιας γριάς συντρόφισσας της Θεσσαλίας
έπαιξε η γραμμωτή αντηλιά μαλαματένιες έγνοιες
οι αγρότες άφησαν για μια στιγμή τ’ αλέτρια τους και μονομιάς μυρίσαν τον ορίζοντασα να ξεκλείδωνε ένας άγγελος μες στο γαλάζιο μια καινούργια πόρτα
οι φυλακισμένοι σήκωσαν τα κεφάλια τους
και χαιρετήσανε την πεταλούδα της ΡόζαςΛούξεμπουργκ στο κάγκελο του παράθυρου
οι συντρόφοι ξεδίπλωσαν φανερά μες στα τραμ την εφημερίδα τους
σα να ξεδίπλωναν το μέτρο της αντρειάς για να μετρήσουνε τον κόσμο
κι ο μπάρμπα – Γιώργος χτύπησε το χαρτονένιο του τσαρούχι στο πανί του Μόλα
σάμπως να οσμίστηκε κάποιο μαντάτο «ωρέ ζαγάρια» στον αγέρα.
«Κάποιος στέκει στην πόρτα.» « Ένας φαντάρος.»
Κι όπως το παιδί πάνου από τα κλειστά του βλέφαρα
νιώθει να κρέμεται σαν άστρο το χαμόγελο της μάνας του
κι όπως ο ποιητής που σεργιανάει στην εξοχή το απόβραδο
κι όλος ο κόσμος μες στον ίσκιο του τραβάει ανάλαφρος μπροστά του
νιώθει πίσω απ’ τη ράχη του το απέραντο καλοκαιριάτικο φεγγάρι δίχως να το βλέπει, ο Σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης
Ήρθες απ’ του Νταχάου τα συρματοπλέγματα
ήρθες απ’ τη δεκάχρονη σκλαβιά
όπως έρχεται ο ήλιος απ’ την πόρτα της νύχτας.
Ήρθες μ’ ένα χοντρό στρατιωτικό χιτώνιο
απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς
εσύ αρχηγός δίχως παράτες και γαλόνια και παράσημα
μόνο με το παιδιάστικο χαμόγελό σου ανίσκιωτο
σαν ένα γαρούφαλλο στην κουμπότρυπα του πόνου μας
μονάχα με τον ήλιο της ψυχής σου κρεμασμένον
σα φυλαχτό στον κόρφο του λαού μας.
Ήρθες χωρίς παράτες με τα σκονισμένα σου μαλλιά
καθώς κ’ Εκείνος μπήκε στα Ιεροσόλυμα με σκονισμένα ματόκλαδα
δίχως σημαίες και δίχως τύμπανα πάνου σ’ ένα άσπρο γαϊδουράκι
κρατώντας μες στο φωτεινό του χέρι ένα κλαδάκι πικροδάφνη.
Οι σύντροφοί σου δεν ξέρανε τίποτα
ψάχναν ακόμη τα τηλεγραφήματά τους να σε βρουν
ψάχναν τα χελιδόνια μας μες στις καμένες πολιτείες του πολέμου
ανάμεσα στα καπνισμένα χαλάσματα και στις ξεδοντιασμένες γέφυρες
ανάμεσα στα εξοχικά τοπεία όπου σκουριάζουν σκελετοί των σιδερόδρομων ψάχναν να βρουν τη μυγδαλιά τους μες στα μάτια σου.
Οι σύντροφοι σου ακόμα δεν ξέρανε τίποτα
μα ένας αγέρας φύσηξε σαν απ’ τη θάλασσα
πλατάγισαν απάνου στα τραπέζια οι «Ριζοσπάστες»
έτσι που πλαταγίζουνε τα πεύκα της ακρογιαλιάς όταν τα ξεφυλλίζει ο μπάτης
απάνου στα βιβλία των φοιτητών ζυγιάστηκε ένα κόκκινο πουλί
απάνου στην Καισαριανή σαλέψανε τα κυπαρίσσια
στο Σκοπευτήριο εκεί τα κυπαρίσσια ετούτα που άκουσαν
να τραγουδάνε του Ζαλόγγου το Χορό οι διακόσιοι Ακροναυπλιώτες
πάνου στο μαύρο τσεμπέρι μιας γριάς συντρόφισσας της Θεσσαλίας
έπαιξε η γραμμωτή αντηλιά μαλαματένιες έγνοιες
οι αγρότες άφησαν για μια στιγμή τ’ αλέτρια τους και μονομιάς μυρίσαν τον ορίζοντα
σα να ξεκλείδωνε ένας άγγελος μες στο γαλάζιο μια καινούργια πόρτα
οι φυλακισμένοι σήκωσαν τα κεφάλια τους
και χαιρετήσανε την πεταλούδα της ΡόζαςΛούξεμπουργκ στο κάγκελο του παράθυρου
οι συντρόφοι ξεδίπλωσαν φανερά μες στα τραμ την εφημερίδα τους
σα να ξεδίπλωναν το μέτρο της αντρειάς για να μετρήσουνε τον κόσμο
κι ο μπάρμπα – Γιώργος χτύπησε το χαρτονένιο του τσαρούχι στο πανί του Μόλα
σάμπως να οσμίστηκε κάποιο μαντάτο «ωρέ ζαγάρια» στον αγέρα.
«Κάποιος στέκει στην πόρτα.» « Ένας φαντάρος.»
Κι όπως το παιδί πάνου από τα κλειστά του βλέφαρα
νιώθει να κρέμεται σαν άστρο το χαμόγελο της μάνας του
κι όπως ο ποιητής που σεργιανάει στην εξοχή το απόβραδο
κι όλος ο κόσμος μες στον ίσκιο του τραβάει ανάλαφρος μπροστά του
νιώθει πίσω απ’ τη ράχη του το απέραντο καλοκαιριάτικο φεγγάρι δίχως να το βλέπει
έτσι το νιώσαν πριν σε δουν οι σύντροφοι
πως ήσουν συ που στέκοσουν στην πόρτα απ’ όξω
με το χοντρό στρατιωτικό σου αμπέχωνο με τις μεγάλες τσέπες σου
ολόγιομες απ’ την καρδιά μας.
Και βούιξαν μες στους δρόμους της Αθήνας μας τα παραρτήματα του Ριζοσπάστη
οι τυπογράφοι ανέβηκαν να χουφτώσουν το χέρι σου με δάκτυλα μουντζουρωμένα
ο μπάρμπα – Σιάντος σάρωσε με το μουστάκι του την τελευταία σκιά απ’ το κούτελό σου. Οι συντάκτες βουτήξανε την πέννα τους μες στην ψυχή τους
άνοιξαν οι καρδιές και τα πορτοπαράθυρα στις συνοικίες
ένα δάσος γροθιές τραντάχτηκε συθέμελα.
Στο δρόμο αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν τα μέλη του Κόμματος
οι προλετάριοι τινάζαν τα όνειρά τους στον αγέρα σαν σημαίες με σφυροδρέπανα
κ’ οι γριούλες με δυο αχτίνες βάγια στέκονταν μπροστά στης Δραπετσώνας το περβάζι.
Και γιόρτασε το φως σου ακέριος τούτος δω ο λαός
πούπαιζε τη ζωή του ολημερίς κορώνα – γράμματα για το χατήρι της πεντάμορφης της Λευτεριάς, πούπαιζε με το Χάρο καρπαζιές τέσσερους χρόνους μπρος στα μάτια του ήλιου ετούτος δω ο λαός που δούλεψε την ψυχή του σαν το σίδερο μες στη φωτιά όπως εδούλεψε ο κουτσός θεός έναν καιρό του αδάμαστου Αχιλλέα την ασπίδα.
Απόψε γιόρτασε το φως σου η Ρωμιοσύνη, το δείλι φόρεσε την κόκκινη γραβάτα του
η Ακρόπολη φόρεσε το κόκκινο φουστάνι της
ο γήλιος έβγαλε την τραγιάσκα του και σκούπισε τον ίδρωτά του
και μια μικρή συντρόφισσα σκαρφάλωσε στα κεραμίδια της χαράς μας
κ’ έβαλε την εικόνα σου στην πιο αψηλή καμινάδα της ελπίδας.
Αργά τη νύχτα, σαν κατακάθησε η βουή των δρόμων
ακούσαμε το βήμα σου με τις χοντρές αρβύλες
απάνου σ’ όλα τα λιθάρια απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλη την Ελλάδα μας
διαβάσαμε για χιλιοστή φορά το γράμμα σου μες στην καρδιά μας
κ’ ενώ γλιστρούσε ο γαλαξίας απ’ τα παράθυρα
μες στα κελιά των φυλακών σκυμένοι οι δημοκράτες
σου γράφαν με ανοιχτά κι αδέξια γράμματα
πάνου σ’ ένα χοντρό λαδωμένο στρατσόχαρτο:
«Αρχηγέ μας καλώς μας ήρθες απ’ τα πέρατα του πόνου και της δόξας
στη ματωμένη μας πατρίδα καλώς ήρθες.
Από δω μέσα σύντροφε σου σφίγγουμε το χέρι
κι από δω μέσα σύντροφε σου δίνουμε τον όρκο μας
να πολεμάμε για το φως και για το δίκιο
καθώς πολέμησες και συ λεύτερος πίσω απ’ τα κάγκελα
καθώς μας έμαθες εσύ να πολεμάμε
με το σπαθί της λευτεριάς ακονισμένο στην καρδιά σου
ακονισμένο στην καρδιά σου πούναι και καρδιά μας.»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τόσα χρόνια σ’ ακολούθαγε η ψυχή μας
όπως ακολουθάει ο ίσκιος τον άνθρωπο που τραβάει κατά τον ήλιο
όπως και συ ακολούθαγες τον πιο βαθύ ρυθμό της γης και του ήλιου.
Τόσα χρόνια μοιραστήκαμε το καρβέλι του πόνου σου
απάνου στο γυμνό τραπέζι της εξορίας όπου έφεγγε του λόγου σου ο λύχνος
μοιραστήκαμε το κελί σου της Κέρκυρας
όταν πρόσμενε η Ελλάδα μαζί με τη μάννα σου πιασμένες απ’ το χέρι μπρος στα κάγκελα
να σ’ αφήσουν κρυφά μες στη φούχτα σου ένα μικρό χαρτάκι με λίγο χώμα καλοκαιριάτικο
με λίγη δροσιά απ’ τα μάτια τους με δυο πράσινα φύλλα απ’ της αυγής το δυόσμο
με δυο φρέσκα αστέρια μόλις κομμένα απ’ το κλωνάρι της αγάπης μας.
Μοιραστήκαμε το στενό κρεβάτι της αγρύπνιας
το λίγο αγέρα του Τμήματος Μεταγωγών
γυμνάζοντας τα πνεμόνια μας για τη μεγάλη ανάσα της οικουμένης
δοκιμάζοντας τα σπλάχνα στη λαχτάρα της μεγάλης απόφασης
σαν τα φτερύγια των δελφινιών πίσω από το πολεμικό καράβι.
Μαζί σου ξεφυλλίσαμε ξανά το «Δωδεκάλογο του Γύφτου»
μαζί σου περπατήσαμε ξανά τον κόσμον όλο
και ξεφυλλίσαμε σελίδα τη σελίδα όλο τον ουρανό τη γη τη θάλασσα
ξεφυλλίσαμε το ποτάμι της Αλαμάνας και τα χάλκινα βουνά της Μακεδονίας
σαν ένα θαμαστό βιβλίο με του ήλιου τα’ απομνημονεύματα
που τόγραψε ένας άγγελος ρωμιός με το τριπλό καλέμι
του Αισχύλου του Φεραίου του Μακρυγιάννη.
Πάνου στα βράχια των ξερόνησων που έσπαγε ο πυρετός της θάλασσας
κ’ οι γλάροι ανεμοδέρναν τα τεφτέρια τους, πάνου από τη νερένια μοναξιά της
σαλπίζοντας την τόλμη τους μέσα στην πράσινη αστραπή της θύελλας,
κάτου στα υπόγεια των φυλακών, πάνου στους μουχλιασμένους τοίχους
μες στα μπουντρούμια και στα ογρά απομονωτήρια
ενώ από πάνου με χοντρά καρφιά κάρφωναν τη σιωπή τα βήματα του δεσμοφύλακα, πάνου στα βράχια και τις πόρτες και τους τοίχους
σκαλίζαν οι φυλακισμένοι μας σύντροφοι με τα νύχια τους
φαρδύ-πλατύ το κόκκινο ό ν ο μ ά σου μες στο κάδρο ενός μεγάλου σφυροδρέπανου, σάμπως τρικάταρτο καράβι λευτεριάς μέσα σε υδραίικο λιμάνι
δίπλα σε μια λαϊκή καρδιά που την τρυπάει το τόξο
δίπλα στο «αχ-βαχ» της πέρφανης και πικραμένης Ρωμιοσύνης
πάνου από τις υπογραφές των μελλοθάνατων
σα μια σφραγίδα φως απάνου στο σταχτί κατεβατό του νέου μαρτυρολόγιου.
Όταν τις νύχτες το φεγγάρι περπάταγε σαν τη γάτα στα κεραμίδια τη λύπη μας
είτανε το δικό σου χέρι που άναβε μονομιάς το φως κ’ έβαζε το ρολόι μας στη σωστή του ώρα όταν το φεγγάρι αγκιστρωνότανε στα γένια των ανταρτών μας
είτανε το δικό σου μάτι που αγρυπνούσε πάνου από την τριγωνική εγκοπή
είτανε το δικό σου δάχτυλο σφηνωμένο στην σκανδάλη του δίκιου
όταν τις νύχτες οι μητέρες μετρούσαν τα παιδιά τους και βρίσκαν πως τους λείπει το ένα είτανε συ που τους έλειπες μακριά-μακριά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
όταν τ’ αγόρια μας καθάριζαν τα ντουφέκια τους στα προαύλια της δόξας
είτανε συ που δεν έλειπες κοντά-κοντά μαζί τους στην ψυχή και στον αγώνα.
Αστέρι-αστέρι οι Ελασίτες μας γράψαν στον ουρανό τα λόγια σου
αστέρι-αστέρι γράψανε το λόγια σου στην πράξη
αστέρι-αστέρι φούντωσε η άνοιξη της Αντίστασης
μέσα στην πράξη και στο λόγο σου που διάλεξες απ’ το μεδούλι του λαού μας.
Κι ως τόπες σύντροφε έτσι κ’ έγινε-
ο κάθε βράχος κάθε ρεματιά κάθε χωριό ταμπούρι
καλύβα με καλύβα η κάθε πόλη σπίτι με το σπίτι
ο κάθε δρόμος με το δρόμο η κάθε πέτρα με την άλλη πέτρα
χέρι με χέρι και καρδιά με την καρδιά
ορθά μπαϊράκια λευτεριάς του αγώνα καραούλια.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τώρα μας ήρθες σύντροφε όπως φτάνει ο ήλιος απ’ την πόρτα της νύχτας
να φυτέψεις στο χώμα και στα στήθεια μας τους σπόρους των άστρων που σύναξες
απ’ όλες τις νύχτες
να περπατήσεις τους μπαρουτοκαπνισμένους δρόμους της Αθήνας
που ακόμα εχτές τους δρασκελούσε η Λευτεριά
λάμποντας το ντουνιά ως την άκρη με την «τρομερή κόψη» της σπάθας της.
Τώρα μας ήρθες σύντροφε μ’ ένα χοντρό στρατιωτικό χιτώνιο
απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς
δίχως παράτες και γαλόνια και παράσημα
μόνο με κείνο το χαμόγελο που κρέμασε με τα ίδια της τα χέρια η Λευτεριά στα χείλη σου
μόνο με το χαμόγελό σου το βαθύ στα χείλη της βαθειάς πληγής μας
μόνο με τη μεγάλη σου καρδιά γιομάτη απ την καρδιά μας
και πάνου στο σεμνό σου στήθος μοναχό παράσημο
δεμένο απόνα γαλανόλευκο λουρίδι
το κόκκινο χαμόγελο όλου του λαού μας
ο κόκκινος όρκος του.
Ήρθες.
Και κάπου εκεί στην Κοκκινιά σ’ ένα καλύβι ασβεστωμένο
που η μάντρα του δέκα βολές γαζώθηκε απ’ το ντουφεκίδι
που η πόρτα του δέκα βολές βάφτηκε μ’ αίμα απ’ την κορυφή ως τα νύχια
και κάπου εκεί σ’ ένα καμένο σπίτι στα Καλάβρυτα
που απόμειναν στους μαύρους τοίχους του όλο-όλο τρία γράμματα
αυτά μονάχα: Κ.Κ.Ε.
σαν το μονόγραμμα της λεβεντιάς σαν τρία κόκκινα άστρα
τρεις παπαρούνες της δικιάς μας άνοιξης
και κάπου εκεί σ’ ένα καλύβι σιωπηλό της αντρειωμένης Ρούμελης
σ’ ένα καλύβι του Μωριά σ’ άλλο της Ήπειρος
ένας λεβέντης λέει: «νιώθω τα μπράτσα μου πιο δυνατά»
ένα κορίτσι λέει: «νιώθω το γαίμα μου πιο κόκκινο»
ένα παιδάκι λέει: «νιώθω δυο σπιθαμές ψηλότερος»
μια χήρα μάννα μες στα μαύρα σκύβει πάνου απ’ τα ορφανά της
και λέει σφουγγίζοντας τα μάτια της: «ήρθε ο πατέρας σας παιδιά μου»
κι η Λευτεριά σου λέει: «καλώς το το παιδί μου»
κ’ εγώ σου στέλνω τούτο το τραγούδι απ’ την ψυχή ολωνώνε μας
για να σου πει το «καλωσόρισες» αδέρφι της ψυχής μας.
Αθήνα. Μάης 1945 Γιάννης Ρίτσος
Ελπίζω να διασκεδάσατε αρκούντως. Και ενώ όλα αυτά τα κοσμοϊστορικά συμβαίνουν τον Μάιο του 1945, ξαφνικά το 1956, τα πάντα ξεχάστηκαν και το «τιμημένο» διαγράφει τον Ζαχαριάδη, ως σεχταριστή (περίπου ως στενόμυαλο). Άγνωστοι αι βουλαί των συντρόφων, άμα δε και άβυσσος η ψυχή τους…