Ο Jorge Agustín Nicolás Ruiz de Santayana y Borrás, ήταν φιλόσοφος που γεννήθηκε το 1863 στη Μαδρίτη και σε ηλικία 8 ετών πήγε στη Αμερική. Τέλειωσε μερικά πανεπιστήμια όπως του Χάρβαρντ, το BLS (Boston Latin School), το Κολέγιο Κινγκ του Κέιμπριτζ και το Κολέγιο Χάρβαρντ. Αυτός λοιπόν, έγραψε τόμους σοφίας και είπε δισεκατομμύρια λέξεις γνώσεων στα 89 χρόνια που έζησε (πέθανε το 1952). Ίσως το πιό σοφό που είπε, είναι μία φρασούλα μόλις έντεκα λέξεων: «Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει».
- Από τον Χρήστο Μπολώση
Σαφές το νόημα και η σημασία του. Εμείς οι Έλληνες, έχοντες μια τεράστια ιστορία, έχουμε την τάση να την ξεχνάμε και ας αναφέρεται σε πολύ πρόσφατα γεγονότα. Δεν έχουν περάσει καν 70 χρόνια από την λήξη του συμμοριτοπολέμου και όχι μόνο δεν θυμόμαστε, αλλά μας τα σερβίρουν και στρεβλά και τα καταπίνουμε κιόλας. Επειδή όμως εμείς θυμόμαστε, ας πούμε σήμερα για την Μάχη του Καρπενησίου.
Με την είσοδο του 1949, ο συμμοριτισμός άρχισε να πνέει τα λοίσθια στην Πελοπόννησο, μετά τις επιτυχείς εκκαθαρίσεις το Εθνικού Στρατού. Οι συμμορίτες, για αντιπερισπασμό ενεργούσαν κυρίως νυχτερινές επιδρομές εναντίον μεγάλων αστικών κέντρων. Σκοπός τους ήταν να καταλάβουν μια μεγάλη πόλη, να την καταστήσουν πρωτεύουσά τους και στην συνέχεα να εγκαταστήσουν «Κυβέρνηση του βουνού». Έτσι θα μπορούσαν να θεμελιώσουν, βάσει του Διεθνούς Δικαίου, την διεξαγωγή… «Εμφυλίου». Αυτό όμως ουδέποτε έγινε.
Στις 20 Ιανουαρίου 1949, ο Αλέξανδρος Παπάγος, διορίζεται Αρχιστράτηγος και καλείται να σώσει για δεύτερη φορά την Πατρίδα. Τότε εκδηλώνονται οι επιθέσεις των συμμοριτών κατά της Καρδίτσας, της Νάουσας και του Καρπενησίου.
Η τακτική των συμμοριτών στη Μάχη του Καρπενησίου, ήταν απλή. Συγκέντρωσαω τις δυνάμεις τους σε χώρους που δεν ελέγχονταν από τον Εθνικό Στρατό, ενώ ήταν πλήρως ενήμεροι επί της διατάξεως και της ακριβούς δυνάμεως των μονάδων, που υπερασπίζονταν το Καρπενήσι (2 Τάγματα Εθνοφυλακής, συνολικής δυνάμεως περίπου 1.000 ανδρών). Κατέλαβαν εγκαίρως την στενωπό του Αγίου Γεωργίου, από την οποία διέρχεται η μοναδική οδός επικοινωνίας Λαμίας – Καρπενησίου. Έτσι απέκλεισαν την διοχέτευση ενισχύσεων του Εθνικού Στρατού από Λαμία.
Στην συνέχεια, την νύχτα της 20 προς 21 Ιανουαρίου του 1949, προσβάλλουν αιφνιδιαστικώς από όλες τις πλευρές το Καρπενήσι. Ισχυρότατες δυνάμεις, που αποτελούσαν το σύνολο των Συγκροτημάτων Θεσσαλίας, υπό τον Γενικό Αρχηγό Καραγιώργη και τους… «Μεράρχους» Καπετάν Γιώτη (Χαρίλαο Φλωράκη) και Διαμαντή, συνολικής δυνάμεως 6.000 ανδρών, μετά από πολιορκία 2 ημερών, καταλαμβάνουν την πόλη.
Ο Αρχιστράτηγος προβαίνει στην αντικατάσταση του διοικητού της περιοχής Βενετσάνου Κετσέα (προσωπικού του φίλου!) από τον υποστράτηγο Παυσανία Κατσώτα (προσωπικού του αντιπάλου!) και επιχειρεί με τις τοπικώς διαθέσιμες δυνάμεις (71 Ταξιαρχία και XV Μεραρχία), να ανακαταλάβει το Καρπενήσι, χωρίς επιτυχία.
Προ της εξελίξεως αυτής, ο Παπάγος καλεί στις 26 Ιανουαρίου και τον τοποθετεί Ανώτερο Διοικητή Στερεάς Ελλάδος, τον Αντιστράτηγο Θρασύβουλο Τσακαλώτο, ο οποίος την 30 Ιανουαρίου, αναχωρεί για την περιοχή της Ρούμελης. Λόγω της φοβερής χιονοπτώσεως (χιόνι πάνω από ένα μέτρο), ο Τσακαλώτος φθάνει στις 5 Φεβρουαρίου τον Άγιο Γεώργιο.
Ο Τσακαλώτος, συγκροτεί σύσκεψη Μονάδων με τους τοπικούς διοικητές, δηλαδή με τον στρατιωτικό διοικητή υποστράτηγο Κατσώτα και τον διοικητή της XV Μεραρχίας υποστράτηγο Γερακίνη. Στην σύσκεψη αποφασίζεται η ανασυγκρότηση και αναδιάταξη των Μονάδων και στις 9 Φεβρουαρίου εκτοξεύεται σφοδροτάτη αντεπίθεση και εν μέσω χιονοθύελλας, ανακαταλαμβάνεται το Καρπενήσι.
Επτά ημέρες μετά, ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα, αφού περνούν την Ράχη Τυμφρηστού, που το χιόνι υπερέβαινε τα 2 μέτρα, φθάνουν στο Καρπενήσι.
Οι συμμορίτες παραλαβόντες ομήρους και για να αποφύγουν την εξόντωσή τους, προσπάθησαν να διαφύγουν προς τον Αχελώο. Ο Εθνικός Στρατός συνέχισε την καταδίωξη τους στην ορεινή Ρούμελη και τους επέφερε σημαντικές απώλειες.
Η Μάχη του Καρπενησίου, έβαζε τα πρώτα στερεά θεμέλια για την τελική συντριβή των κομμουνιστοσυμμοριτών.