Ταπεινές και ευτελείς εκδοτικές προσπάθειες ήδη στη διάρκεια των δύσκολων ετών της οθωμανικής κατοχής, οι «χάρτινες εικόνες», τα ορθόδοξα θρησκευτικά χαρακτικά και οι «φυλλάδες» ή οι έντυπες ακολουθίες των αγίων και νεομαρτύρων αποτελούν ακόμη έναν μικρό θησαυρό, ο οποίος αποκαλύπτει τη συνέχεια του γένους από την Άλωση έως τους απελευθερωτικούς αγώνες και τη σύσταση του νέου κράτους, τις πτυχές του θρησκευτικού βίου, τη σταθερή προσήλωση των Ελλήνων στις παραδόσεις, στα πρότυπα και στις αξίες που κληροδότησαν οι παλαιότερες εποχές, απαντούν εύγλωττα στις αμφισβητήσεις και τις αμφιβολίες των σύγχρονων δόκιμων ιστορικών και στην καθιέρωση του αδόκιμου όρου της «παλιγγενεσίας».
- Από τον Νίκο Παπουτσόπουλο
«Το έτος 2021 συμπληρώνονται 200 χρόνια από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 και την κατάκτηση της εθνικής μας παλιγγενεσίας» (sic!) αναφέρει στην ανακοίνωση του προγράμματος «Εκκλησία και 2021» η Ειδική Συνοδική Επιτροπή Πολιτιστικής Ταυτότητος, «φορέας προγραμματισμού και υλοποίησης των ανά την Ελλάδα εκδηλώσεων, κατ’ εντολήν της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος». «Ενα Έθνος αναγεννιέται και, μέσα από τις περιπέτειές του, προοδεύει όσο κανένα άλλο στα Βαλκάνια» είχε δηλώσει ο κ. πρωθυπουργός κατά την πανηγυρική έναρξη των εργασιών της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» (Νοέμβριος 2019), για να προσθέσει: «Τότε ήταν η γέννηση, τώρα είναι η αναγέννηση». «Υποδεχόμαστε την εξέγερση των Ελλήνων», υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης, «ως συγκυρία, αλλά και ως μία εξέλιξη διαρκείας. Γιατί το 1821 είναι στιγμή ιδρυτική, είναι ταυτόχρονα και», όπως προφητικά διακήρυξε, «στιγμή ρήξης: σε μιαν Ευρώπη δέσμια της Ιεράς Συμμαχίας, ξεσπά και επικρατεί ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα».
Μια εξέγερση που αποτελεί την κορύφωση πολύμοχθων και μακρών αγώνων των λογίων της εποχής, ώστε το γένος να διατηρήσει την ταυτότητα, το φρόνημα και την πίστη στην ιδέα της ελευθερίας. Σε «μικρές επαναστάσεις» που σηματοδοτούν τη συνέχεια του γένους και τις αξίες της κοινωνίας, τις οποίες αποσάθρωσαν οι πολιτικοί πειραματισμοί και οι πρόσφατες κρίσεις, παρότρυνε τους εκπροσώπους της Κεντρικής Ένωσης Δήμων της Ελλάδος ο κ. πρωθυπουργός στην πρόσφατη σύσκεψη (Δεκέμβριος 2020) στο Μέγαρο Μαξίμου με την ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών και της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», προκειμένου να τιμήσει την επέτειο μνήμης της συμπλήρωσης 200 ετών από την Επανάσταση των Ελλήνων. «Μικρές επαναστάσεις», αντίδωρο για να αποδείξουν «ότι ένα έθνος μπορεί να ξαναδιαβάζει γόνιμα την Ιστορία του μόνο αν το ίδιο βρίσκεται σε διαρκή κίνηση».
Στην υπέρβαση των επαναστάσεων και της διαρκούς κίνησης «προς τα εμπρός» των τοπικών κοινωνιών, ο κ. πρωθυπουργός, με την ευκαιρία της επετείου και την ανάμνηση της εξέγερσης και της θυσίας ενός λαού, απευθύνει την ευχή και πρόσκληση «τη συνείδηση των πολιτών να δρομολογήσει ένα έργο κατ’ ελάχιστον το οποίο στη συνείδηση των πολιτών να ταυτιστεί με το 2021, έργο όμως το οποίο θα κοιτάει στο μέλλον, θα αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του μέλλοντος – είτε μιλάμε για έργα τα οποία έχουν να κάνουν με βασικές περιβαλλοντικές υποδομές είτε με ψηφιακές υποδομές είτε έργα τα οποία έχουν να κάνουν με δεξιότητες ή σύγχρονες ματιές στο παρελθόν μας και θα αποτελέσουν υποσύνολο των συνολικών έργων που θα ενταχθούν στο εμβληματικό πρόγραμμα “Αντώνης Τρίτσης”».
Επετειακοί μεγαλόπνοοι σχεδιασμοί, μεγαλόπνοοι εγκαινιασμοί προγραμμάτων, λαμπρές τελετές για να υπενθυμίζουν στους Ελληνες την προγονική επιθυμία για την «εκ παντοίων κινδύνων» απελευθέρωση, την πνευματική ανόρθωση, τη λύτρωση από τα δεινά της εποχής και την προσδοκία του θαύματος.
Τον πόθο για την ελευθερία και τους συνεχείς αγώνες για την πνευματική και ουσιαστική απελευθέρωση του γένους από τον τουρκικό ζυγό είχαν ενδυναμώσει τα διαπρύσια κηρύγματα λογίων και κληρικών, οι οποίοι συχνά πρωταγωνιστούν στα πρόδρομα του 1821 επαναστατικά κινήματα, αλλά και οι εκδόσεις οι οποίες λειτούργησαν ως συνδετικός κρίκος στη διάπλαση της συνείδησης και παράλληλα περιφρούρησαν, διατήρησαν, μετέδωσαν τις αξίες της προγονικής παρακαταθήκης.
Ήδη από τον 16ο αιώνα η Εκκλησία είχε υιοθετήσει στα κηρύγματα τη δημοτική γλώσσα, κατανοητή από τον λαό, τον οποίον ο κατακτητής καταβύθιζε στο σκότος της άγνοιας και της αμάθειας: «Περιερχόμενοι τας πόλεις, τας κώμας και τα χωρία των επαρχιών τοσούτον ωφέλουν ψυχικώς και ηθικώς τους χριστιανούς, ους παρεμύθουν εν ταις θλίψεσιν αυτών και βάλσαμον παρηγορίας ενεστάλαζον εις τας καρδίας και εζωογόνουν το τε θρησκευτικόν αίσθημα και το εθνικόν φρόνημα αυτών». Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, η μορφή του οποίου δεσπόζει στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα, είχε προσκαλέσει λογίους της εποχής του με σκοπό την έξοδο του λαού από την άγνοια, ενώ ο Κύριλλος Λούκαρις αποφάσισε τη μεταφορά του τυπογραφείου που διηύθυνε ο μοναχός Νικόδημος Μεταξάς από το Λονδίνο στην Κωνσταντινούπολη με στόχο την έκδοση της Καινής Διαθήκης και άλλων ωφέλιμων στη νεοελληνική.
Οι «χάρτινες εικόνες», τα μονόφυλλα εικαστικά αφηγήματα του βίου και των θαυμάτων των ιερών προσώπων και των αγίων που απεικόνιζαν ή που αποτύπωναν σχηματικά τα αρχιτεκτονικά συγκροτήματα των μονών ή των προσκυνηματικών τόπων, μαρτυρούν τη στενή σύνδεση των ορθοδόξων της Ανατολής με τη θρησκεία, την πίστη και τη λατρεία, και καταδεικνύουν, παρά τους διωγμούς, τους βίαιους εξισλαμισμούς και τα μαρτύρια, τους ακατάλυτους δεσμούς με ιερά πρόσωπα και τόπους.
Τις σφοδρές επιθέσεις άλλωστε του κατακτητή εναντίον της θρησκείας των υποδούλων αποδεικνύουν οι πρόσφατες αποφάσεις της Τουρκίας να αλλοιώσει τον μουσειακό, πλέον, χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, των δύο τελευταίων σημαντικών μνημείων που συνοψίζουν το κάλλος και την πνευματικότητα του βυζαντινού πολιτισμού. Η πρόσφατη ισλαμοποίηση των ναών των «απίστων» απαίτησε την κάλυψη των ψηφιδωτών και των συμβόλων που παραπέμπουν στην πίστη των αλλοθρήσκων, όπως παλαιότερα τον βανδαλισμό και την καταστροφή ναών, μονών, τοιχογραφιών και ιερών εικόνων, προκειμένου ο πρόεδρος της Τουρκίας να απευθύνει απερίσπαστος προσευχές και δεήσεις και να διεγείρει τον όχλο με κηρύγματα μαχητικού θρησκευτικού συντηρητισμού.
Οι ταπεινές «χάρτινες» εικόνες, πολλές από τις οποίες κόσμησαν επίσης και τα «προσκυνητάρια», τα μικρά φυλλάδια με υπομνήσεις και λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τους αγίους και τα προσκυνήματα, που πρόσφεραν ως «ευλογία» τα μεγάλα σημαντικά μοναστικά κέντρα, και τις «φυλλάδες», αποκαλύπτουν παράλληλα έναν εντυπωσιακό άγνωστο κόσμο της νεοελληνικής χαρακτικής με θρησκευτικά θέματα, όπου είναι εμφανείς συχνά οι δυτικές επιδράσεις και η εξέλιξη της εικονογραφίας από τα βυζαντινά πρότυπα έως τον αυθόρμητο τρόπο έκφρασης των λαϊκών ή αδίδακτων καλλιτεχνών (naif).
Από την τέχνη της περιόδου ακμής έως την εποχή «που όλα ήτανε πονεμένα και πικραμένα», όπως γράφει ο Φ. Κόντογλου, στα έτη που «ταπεινοί αγιογράφοι, που ζήσανε στον καιρό της σκλαβιάς κι ευωδιάσανε σαν αγνά αγριολούλουδα των βουνών, πιάσανε και ζωγραφίσανε στα κοιμητήρια και στα σκοτεινά σπήλαια των μοναστηριών τον αββά Σισώη, που στέκεται εξεστηκώς μπροστά στον ανοιχτόν τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ολα είναι ζωγραφισμένα με την σωστή έκφρασή τους, γιατί τα ζωγραφίζανε άνθρωποι συντετριμμένοι και ταπεινωμένοι». Λαϊκοί καλλιτέχνες, ταπεινοί και άγνωστοι αγιογράφοι δημιουργούσαν μιαν ιδιαίτερη ατμόσφαιρα μέσα από την οποία ανακαλούσαν στη μνήμη του ταλαίπωρου λαού πρόσωπα ιερά και ιστορίες του ευκλεούς παρελθόντος, ενίσχυαν την πίστη και το φρόνημα, διατηρούσαν άσβεστη την ελπίδα «εις τόπον του καρπώσαι», ώστε να εξακολουθεί «ν’ ασκήται εις τον τόπον τούτον η χριστιανική λατρεία» (Αλ. Παπαδιαμάντης).
Οι έντυπες ακολουθίες των αγίων ή οι «φυλλάδες», όπως τις αποκαλούσαν, σε μόλις λίγες σελίδες παραδίδουν ένα σπάνιο και πολύτιμο υλικό, το οποίο συνθέτουν βιογραφίες «θεοπνεύστων ανθρώπων, οίτινες ένεκα της αρετής αυτών, της εις την πατρώαν θρησκείαν πεποιθήσεώς των, και της μετά περιφρονήσεως και υπερφυσικής καρτερίας αντοχής εις πάσαν κατά του γηίνου σαρκίνου κάκωσιν, εγένοντο άξιοι του αμαράντου του μάρτυρος στεφάνου», διηγήσεις, θαυμαστά γεγονότα και συναξάρια αγίων και μαρτύρων, αναμνήσεις και αγιολογικά κείμενα. Τα πονήματα ταύτα», σημειώνει ο Δ. Καμπούρογλους, «επί αιώνες ολοκλήρους ήσαν το κύριον ανάγνωσμα, αναπληρούντα την ελαφράν φιλολογίαν της σήμερον, και ήδη των μεν ευσεβών αποσπώσι τον θαυμασμόν, των δε ημιμαθών την ειρωνείαν. Η ευφυολογία, όταν δεν δύναται εν άλλω πεδίω να διακριθή, καταφεύγει εις αγιολογικόν τι βιβλίον και εκεί πλέον θριαμβεύουσα κατακεραυνοί τους επί τόσους αιώνας πιστεύσαντας τα μυθεύματα ταύτα και αποθνήσκοντας μαρτυρικώς υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, ιστορικώς αχωρίστων, αντί -όπερ ευκολώτερον- την μεν ν’ αρνηθώσι, την δε να προδώσωσι».
Στην Ακολουθία της αγίας Φιλοθέης (Βενετία 1775) «και τω συνδεδεμένω “βίω” αυτής αναγράφονται αι κακώσεις ας υπέστη και τέλος ο θάνατος, 19 Φεβρουαρίου 1589, παρά των Αγαρηνών, διότι επροστάτευε σκλάβας Ελληνίδας, καταφυγούσας εις αυτήν, αφού εδραπέτευσαν από των χειρών των κυρίων των Οθωμανών, οίτινες πλήν των άλλων εβίαζον ταύτας όπως εξομόσωσιν».
Στα 1926 ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Louis Petit εξέδωσε τη βιβλιογραφία των ελληνικών ακολουθιών από το 1626 και αποκάλυψε τον εντυπωσιακό όγκο ενός υλικού πολύτιμου και μιας ιστορικής πηγής που παραμένει αναξιοποίητη, ταπεινή και, πιθανώς, ασήμαντη για τη θεματική των συνεδρίων, αλλά που ωστόσο αποδίδει παραστατικά την εποχή «καθ’ ην δεν ετόλμων να θρηνήσωσι τον χάριν παιδιάς φονευθέντα, φόβω μήπως εξοργίσωσι τον φονέα, καθ’ ην ο πατήρ εμειδία προ του φονέα του τέκνου του».
Νεότεροι ποιητές και υμνογράφοι, επιφανείς λόγιοι άλλοτε και άλλοτε ταπεινοί ανώνυμοι στα πρότυπα των παλαιών ακολουθιών, συνθέτουν απολυτίκια και στιχηρά προσόμοια, ιδιόμελα και τροπάρια, διατηρούν το τυπικό, την ποίηση, το ύφος, τη γλώσσα, τους ήχους της μουσικής παράδοσης, ανακαλούν μνήμες, ενισχύουν την πίστη και την προσήλωση στις αρχές και τις αξίες του γένους, αναβιώνουν τη λαμπρή παράδοση της βυζαντινής ποίησης, αποτυπώνουν και μεταφέρουν αυτούσια την ατμόσφαιρα και τη συναισθηματική φόρτιση των τοπικών κοινωνιών.
«Η εκκλησία», σημειώνει ο Δ. Καμπούρογλους, «διά των Ακολουθιών των Νέων Μαρτύρων κατακεραύνου τους “απίστους Αγαρηνούς”, ο δε Πιστός ψάλλων, αφ’ ενός ηυλόγει τον θεόν και αφ’ ετέρου κατηράτο τον τύραννον. Λάβετε εν χερσίν οιανδήποτε ακολουθίαν, παρατρέξατε ό,τι δεν ενδιαφέρει ημάς και ότι κατά τον σύγχρονον τρόπον του σκέπτεσθαι ευρίσκετε μυθώδες, και υπό τον μάρτυρα της Θρησκείας ζητήσατε τον μάρτυρα της Πατρίδος, θαυμάσατε δε εν τω μικρώ τούτω τεμαχίω το όλον σύστημα».
Ο Petit είχε υποστηρίξει πως οι μάλλον χαμηλής ποιότητας ακολουθίες, τις οποίες κατέγραψε και μελέτησε, βρίθουν ιστορικών ανακριβειών, αντανακλούν ανταγωνιστική φιλοπατρία, αντιτουρκισμό και αντιλατινισμό. Λατίνοι είχαν συκοφαντήσει και διαβάλει τον Νικόδημο Μεταξά στις τουρκικές Αρχές, οι οποίες κατέσχεσαν το τυπογραφείο του και τις εκδοτικές του δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη, στα 1628.
Ταπεινές εικόνες και χάρτινες μνήμες πίστης και αγώνων ενός γένους που διατήρησε την ταυτότητά του, τα ήθη και την παράδοσή του στη μακρά περίοδο της δουλείας, και το οποίο προσκαλεί σε μιαν επέτειο μνήμης, όπου «εκτός απ’ τη δύναμη να χαράξουμε λίγα σημάδια στις πέτρες/ που άγγιξαν τώρα πια το βυθό κάτω απ’ τη μνήμη./ Μαζί τους κι εμείς μακριά πολύ μακριά, στάσου διαβάτη/ μπροστά στην ήσυχη λίμνη με τους άσπιλους κύκνους/ που ταξιδεύουν σαν άσπρα κουρέλια μέσα στο νου σου/ και σε ξυπνάνε σε πράγματα που έζησες και που δε/ θυμάσαι./ Μήτε θυμάσαι διαβάζοντας τα ψηφιά μας πάνω στις πέτρες-/ ωστόσο μένεις εκστατικός μαζί με τ’ αρνιά σου/ που μεγαλώνουν το σώμα σου με το μαλλί τους/ τώρα που νιώθεις στις φλέβες σου μιά βοή θυσίας» (Γ. Σεφέρης, Η απόφαση της λησμονιάς).