Το επεισόδιο με τον Τούρκο πρόεδρο σε προηγούμενη επίσκεψη τον Μάιο του 2010Από τον
Γιώργο Χαρβαλιά
Αναλαμβάνει ρίσκο η κυβέρνηση, και θα έλεγα υψηλό, με την πρόσκληση στον «σουλτάνο» της γειτονικής χώρας, την οποία θα μπορούσε και να έχει αποφύγει.
Ρίσκο αναλαμβάνει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος, βάσει πρωτοκόλλου, είναι και αυτός που προσκαλεί, ασχέτως αν η πρωτοβουλία αποτελεί συνολικότερη στρατηγική επιλογή της ελληνικής διπλωματίας.
Και βεβαίως το ρίσκο δεν έγκειται σε αυτήν καθ’ εαυτήν την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα, καθόσον οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις με ξένους ηγέτες είναι απολύτως επιβεβλημένες, ασχέτως τού πόσο προβληματικές μπορεί να είναι οι σχέσεις των δύο χωρών. Ο κίνδυνος αφορά την πρόθεση του Τούρκου προέδρου να επισκεφθεί την ευαίσθητη περιοχή της Θράκης, με δεδομένες τις δηλώσεις του που αμφισβητούν την ιστορική αναγκαιότητα, αν όχι ευθέως την ισχύ, της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία και ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Σε μια άλλη επίσκεψη Ερντογάν, τον Μάιο του 2010, ως διευθυντής μεγάλης (τότε) αθηναϊκής εφημερίδας, ήμουν εκείνος που στο πρόγευμα με πέντε εκπροσώπους του ελληνικού Τύπου προκάλεσα αυτό που τα μέσα ενημέρωσης εκείνων των ημερών περιέγραψαν ως φραστικό επεισόδιο. Στην πράξη δεν επρόκειτο περί επεισοδίου, αλλά περί μίας αναγκαστικής «ανάκλησης στην τάξη» του Τούρκου -πρωθυπουργού τότε-, ο οποίος ισχυρίστηκε αναιδώς ότι οι Ελληνες δημοσιογράφοι υπερβάλλουν διογκώνοντας την έκταση των τουρκικών παραβιάσεων γιατί «παίρνουν γραμμή» από το ελληνικό υπουργείο Αμυνας.
Αναγκάστηκα να παρέμβω και να του εξηγήσω, με κάπως κατηγορηματικό τρόπο είναι η αλήθεια, πως αυτά συμβαίνουν μόνο στην πατρίδα του, όπου οι ένοπλες δυνάμεις εξακολουθούν να αναμειγνύονται στα πολιτικά πράγματα, και ότι στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό έπαψε με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974. Οπως και σε όλα τα ευνομούμενα δημοκρατικά κράτη…Ομολογώ ότι δεν του άρεσε καθόλου η παρέμβασή μου (είχε ήδη… φορτώσει και με μία «ενοχλητική ερώτηση» για την επιχείρηση «Βαριοπούλα» από τον τότε διευθυντή του «Ελεύθερου Τύπου» Γιάννη Μιχελάκη).
Συνέχισε το ποίημά του σε οργίλο ύφος, με την αλαζονεία ενός ανθρώπου που δεν εκτιμά καθόλου να του διακόπτουν τον μονόλογο. Το σκηνικό διέρρευσε αμέσως στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, όμως στο τέλος της δίωρης συνάντησης, εμφανώς χαλαρωμένος, με πήρε κατά μέρος και με ένα συμβολικό… κεφαλοκλείδωμα ρωτούσε μπροστά σε έναν έντρομο Κωνσταντινουπολίτη διερμηνέα αν με στενοχώρησε με τα λεγόμενά του.
Επιστράτευσα ως απάντηση το χιούμορ και η φραστική αντιπαράθεση έληξε κάπου εκεί, σε συνθήκες αβρότητος, αφού και ο ίδιος κατάλαβε ότι το παρατράβηξε και δεν είχε καμία διάθεση να δώσει συνέχεια. Από τους παρευρισκομένους περισσότερο ταράχτηκε ένας άλλος διευθυντής μεγάλης «προοδευτικής» εφημερίδας (της μεγαλύτερης τότε…), που μου επισήμανε επιτιμητικά ότι η παρέμβασή μου δεν ήταν «κομψή»!
Αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Και ο μόνος λόγος που τα ανασύρω είναι για να καταδείξω ότι ο Ερντογάν είναι ένας αυταρχικός χαρακτήρας, μεγάλου ασφαλώς διαμετρήματος, ο οποίος δεν πολυκαταλαβαίνει από κανόνες και αρχές φιλοξενίας, όταν νιώθει την ανάγκη να πει «το δικό του». Και το ρίσκο δεν είναι τι θα πει μπροστά στον Παυλόπουλο ή στον Τσίπρα, καθώς σε αυτούς εναπόκειται πλέον να τον «ανακαλέσουν στην τάξη». Το πρόβλημα είναι τι θα θελήσει να πει ενώπιον Ελλήνων μειονοτικών μουσουλμάνων που θα σπεύσουν να τον υποδεχτούν στην Κομοτηνή με τις ευλογίες βεβαίως και του εκεί δραστήριου τουρκικού προξενείου.
Αν ο Ερντογάν (παρότι έχει δώσει διαβεβαιώσεις στον Κοτζιά) φορέσει τον μανδύα του πάτρωνα και ξεστομίσει διάφορες κορόνες περί ιστορικής αδικίας ή δήθεν διακριτικής μεταχείρισης της μειονότητας, θα έχουμε πολλά παρατράγουδα και η επίσκεψη θα λάβει αρνητικό πρόσημο.
Παρ’ όλα αυτά διατυπώνω την εκτίμηση ότι στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία που το τουρκικό καθεστώς βρίσκεται σε διεθνή περιχαράκωση η ελληνική πρωτοβουλία δεν είναι λανθασμένη. Γιατί ο Τούρκος ηγέτης έχει αποδείξει (προς το παρόν τουλάχιστον) τη σοφία της λαϊκής ρήσης «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει».
Εχω πολλές φορές γράψει ότι σε όλη τη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης που η Ελλάδα βρέθηκε με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο θα μπορούσε να μας έχει κάνει τη ζωή πολύ δύσκολη, αλλά δεν το επιδίωξε. Πιθανότατα όχι επειδή μας λυπήθηκε, αλλά επειδή οι προτεραιότητές του ήταν άλλες και δεν ήθελε πρόσθετες φουρτούνες στο Αιγαίο.
Σήμερα έχει ανάγκη τα «ήρεμα νερά» στο Αρχιπέλαγος, αφού η θέση του είναι δυσχερής τόσο στο εσωτερικό, που βράζει με το ασύλληπτης έκτασης πογκρόμ πολιτικών αντιπάλων του, όσο και στο εξωτερικό, όπου εντείνεται η αντιπαράθεσή του με το Βερολίνο και την Ουάσινγκτον.
Υπό αυτή την έννοια, ο ηγέτης της γειτονικής χώρας μπορεί και να αποδειχτεί ευνοϊκότερος «Τούρκος συνομιλητής» από άλλους στο παρελθόν, οι οποίοι κρατούσαν φαινομενικά χαμηλότερους τόνους, αλλά την κρίσιμη στιγμή μάς χτύπησαν καίρια.
Να το πω απλά: Με μια ισλαμική Τουρκία που θεωρείται ξένο σώμα στην Ευρώπη και έχει απλώσει περίεργους… τραχανάδες στη Μέση Ανατολή μπορούμε πιο εύκολα να βρούμε τρόπο συνεννόησης.
Αντιθέτως, με μια κεμαλική ηγεσία στο τιμόνι της γείτονος τα προβλήματα θα είναι πολύ περισσότερα επειδή οι γεωστρατηγικές προτεραιότητες θα αναδιαταχθούν προς το Αιγαίο με συγκεκριμένες διεκδικήσεις νησιών και νησίδων.
Κυρίως όμως επειδή η διάδοχος κατάσταση, αν είναι περισσότερο «δυτικότροπη», θα λάβει τρομακτική υποστήριξη και διαπιστευτήρια «καθαγιασμού» από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, με αποτέλεσμα σε μία ενδεχόμενη ελληνοτουρκική διένεξη να γίνουν όλοι… Πόντιοι Πιλάτοι.
Εύχομαι ολόψυχα να μη φτάσουμε ποτέ στο σημείο… Ερντογάν να λέμε και να… κλαίμε, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να το αποκλείσω. Και υπό αυτή την έννοια η επίσκεψή του είναι μία καταρχήν ενδιαφέρουσα διπλωματική πρωτοβουλία, αρκεί να μην αφήσουμε στο ελληνικό γήπεδο να παίξει τη δική του μπάλα…
Γιώργος Χαρβαλιάς