Στροφή 180 μοιρών του πρωθυπουργού την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος
Ο πολιτικός πολιτισμός θα επέβαλε, υπό φυσιολογικές συνθήκες, χαμηλούς τόνους ή μακρά αναστολή της πολιτικής και της δημοσιογραφικής κριτικής, όταν η λαϊκή βούληση έχει εκφραστεί με συντριπτικό ποσοστό 61%, αλλά προφανέστατα η επόμενη ημέρα του δημοψηφίσματος αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, εισηγητής της ανάγκης έκφρασης των πολιτών επί ενός σχεδίου λύσης της Ε.Ε. που δεν υπήρχε πια στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, χρειάστηκε περίπου 12 ώρες για να ανατρέψει πλήρως το 61% για το οποίο ο ίδιος αγωνιζόταν. Η εισήγησή του στο Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών και το κοινό (πλην ΚΚΕ) ανακοινωθέν αποτελεί στροφή 180 μοιρών σε σχέση με όσα ο ίδιος υποστήριζε.
Αποδεικνύεται, με αυτόν τον τρόπο και μέσα σε λίγες ώρες, η σκληρή αλήθεια που ο πρωθυπουργός και ο ΣΥΡΙΖΑ αρνούνταν επί ημέρες: Ανεξάρτητα από το τυπικό ερώτημα στο εσωτερικό και την καλή πίστη των Ελλήνων ψηφοφόρων, το πραγματικό ζήτημα ήταν (και παραμένει) πώς εκλαμβάνεται το ελληνικό δημοψήφισμα στο εξωτερικό ή, πιο ωμά, πώς το αξιοποιεί (καλόπιστα ή κακόπιστα) η εκάστοτε ισχυρή πλευρά μιας διαπραγμάτευσης.
Οσοι, όπως ο υπογράφων, επέλεξαν (παρά την ελληνική οικονομική τραγωδία της τελευταίας πενταετίας) το «ναι» με τη λογική της προστασίας της μεγαλύτερης εθνικής κατάκτησης των τελευταίων 50 ετών (γιατί ο πραγματικός χρόνος σύνδεσης της Ελλάδας με την Ευρώπη ξεκινά από το 1961 και την πρώτη αίτηση του Κων. Καραμανλή στην ΕΟΚ υπό την ανοχή της τότε ΕΔΑ) ασφαλώς δεν δυσαρεστούνται από τη στροφή Τσίπρα και τη στάση των άλλων πολιτικών αρχηγών.
Ομως, το νέο ερώτημα είναι ποια αξιοπιστία διαθέτει η στροφή Τσίπρα και ποια προστιθέμενη αξία προσφέρει η διακομματική στήριξη, όταν έχει προηγηθεί το 61% που απαίτησε (δικαιολογημένα) τον τερματισμό της λιτότητας, αλλά αντικρίζει δυο τρεις ημέρες αργότερα την κυβερνητική διαπραγμάτευση επί ακόμα σκληρότερων και μεγαλύτερης διάρκειας μέτρων. Επομένως, αν μέχρι την παραμονή του δημοψηφίσματος όλοι αναρωτιούνταν κατά πόσο ο πρωθυπουργός θα έπειθε για τα σκληρά μέτρα την Αριστερή Πλατφόρμα και τα πιο ακραία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα το πολιτικό ζητούμενο είναι να πείσει για την αναγκαιότητά τους το 61%, όπως και το 39% που επιλέγει Ευρώπη με επιφύλαξη για τα μέτρα. Ο αναμφισβήτητος νικητής του δημοψηφίσματος αναιρεί τον εαυτό του, αυτοπαγιδεύεται και αυξάνει το κόστος μιας ενδεχόμενης αποτυχίας για τον ίδιο και, πάνω απ’ όλα, για τη χώρα. Ακόμα κι αν (εξαιρετικά αμφίβολο) κερδίσει μια αξιοπρεπή συμφωνία από την Ε.Ε., είναι πρακτικά αδύνατον να την εφαρμόσει, προστατεύοντας τον λαό και τη θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Παράλληλα, η επόμενη ημέρα της κορύφωσης της οικονομικής κρίσης γεννά σωρεία προβλημάτων στην εξωτερική και την αμυντική πολιτική (και, γενικότερα, σε όλα τα θέματα εθνικής ασφάλειας, με δεδομένη την κορύφωση του μεταναστευτικού), χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει ποιο ή ποια θέματα μπορεί να εξελιχθούν σε μείζονα κρίση.
Κυρίαρχο στοιχείο είναι -και θα παραμείνει επί κάποιο διάστημα- κατά πόσο η Ελλάδα, με την ιδιότυπη πλέον σχέση της με την ευρωζώνη, θα εξακολουθήσει να αξιοποιεί το «ανεπίσημο» επιχείρημα ότι ενδεχόμενη υλοποίηση οποιασδήποτε εξωτερικής απειλής εναντίον της θα προκαλέσει αναταράξεις και στους άλλους εταίρους. Χωρίς να ομολογείται από κανέναν δημόσια, η τραγική εικόνα της Ελλάδας του Μνημονίου, από τον Μάιο του 2010 ως σήμερα, είχε αυτή την παράπλευρη «θετική» συνέπεια, αφού η Αγκυρα και, πολύ περισσότερο, τα Τίρανα και τα Σκόπια γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να φτάσουν σε ακρότητες. Σε αντίθεση με την εισβολή του 1974 ή την κρίση των Ιμίων το 1996, η Ε.Ε. ήταν βέβαιο ότι θα παρενέβαινε για να προστατεύσει τα συμφέροντα της ίδιας και να αποτρέψει τη διατάραξη της ευρωζώνης. Αν η διάσταση Ελλάδας – εταίρων φτάσει στα άκρα, αυτή η παράπλευρη ωφέλεια θα παύσει να υφίσταται.
Αλέξανδρος Τάρκας
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.