Σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για την πατρίδα, για εμάς και τα παιδιά μας, βρίσκομαι στις ΗΠΑ. Σε αυτή την τόσο μεγάλη και όμορφη χώρα, που αποτελεί το κέντρο βάρους του δυτικού κόσμου εδώ και αιώνες· από το 1898, όταν ο πολεμικός στόλος των ΗΠΑ κερδίζει τη σύγκρουση στον Ειρηνικό Ωκεανό και αναγκάζει την Ισπανία να εγκαταλείψει οριστικά τις υπερπόντιες στρατηγικές θέσεις στην αμερικανική ήπειρο.
Αν υφίσταται η ψευδαίσθηση σε κάποιους ότι οι ΗΠΑ δεν ασχολούνται με το συγκαιρινό ελληνικό ζήτημα, καλό θα ήταν να αναθεωρήσει. Οποιον έχω συναντήσει μέχρι σήμερα, όλοι έχουν έναν λόγο καλό να πουν για την Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα δείχνουν γνήσιο ενδιαφέρον για το μέλλον της χώρας μας και για τη δυνατότητά της να σταθεί ξανά γρήγορα στα πόδια της. Ρωτούν να μάθουν για το ελληνικό ζήτημα, τα πολυεπίπεδα ζητήματα που προκάλεσαν την κρίση, πώς διαμορφώνεται η καθημερινότητα όλων μας μέσα σε αυτή κ.λπ.
Ακούν προσεκτικά και επιδιώκουν να κατανοήσουν τις πολυπλοκότητες του ζητήματος δίχως να καταφεύγουν στις συνηθισμένες γενικεύσεις, στους ιστορικισμούς ή στις απλουστεύσεις που συχνά πυκνά εμείς οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούμε για να καταφέρουμε να εισέλθουμε στον εννοιολογικό πυρήνα του θέματος, ίσως γιατί ακόμα εδώ το σημαντικότερο εργαλείο όλων παραμένει η διαδικασία της πρωτογενούς φιλοσοφικής ανάλυσης ενός γεγονότος στο επίπεδο της κατανόησης των πολυπλοκοτήτων που το διαμορφώνουν και όχι σε μια κατ’ ανάγκη κανονιστική προσέγγιση «εξαγωγής» τελικού συμπεράσματος.
Το σημαντικότερο, όμως, που διαπιστώνω είναι ότι στην προσέγγισή τους σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού δεν υφίσταται η έννοια του ηθικισμού. Δηλαδή, αντιθέτως με εμάς τους Ευρωπαίους, που ενταγμένοι σε ένα φάσμα μανιχαϊστικής κοσμοαντίληψης χωρίζουμε τον κόσμο σε άσπρο και μαύρο, οι Αμερικανοί, βαθύτατα επηρεασμένοι από τα κείμενα της ιδρυτικής διακήρυξης, διατηρούν έναν ηθικό ορθολογισμό, όπως τον ονομάζω, που επικεντρώνεται περισσότερο στην εξεύρεση βιώσιμων λύσεων ενός προβλήματος και όχι στην απόδοση μιας ντετερμινιστικής ετυμηγορίας που στο τέλος της ημέρας δεν θα έχει την παραμικρή αξία απέναντι στη διεθνοπολιτική πολυπλοκότητα που διαμορφώνει καταλυτικά το παρόν και το μέλλον όλων μας.
Επιστρέφοντας, όμως, ξανά στο ελληνικό ζήτημα, θεωρώ ότι το διακύβευμα εξόδου από την κρίση διαμορφώνεται μέσα από την πολιτική διάσταση του όλου ζητήματος. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο κομβικό ζήτημα διατήρησης της Ελλάδας στον πυρήνα του δυτικού κόσμου – ένα δεδομένο που ασφαλώς και αφορά και τη διατήρησή μας στον πυρήνα της ευρωζώνης. Η λύση για το ελληνικό ζήτημα δεν μπορεί να έλθει μέσα από έναν ιδιότυπο απομονωτισμό, που σε καμία των περιπτώσεων δεν διασφαλίζει τα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών. Σε καμία των περιπτώσεων η Ελλάδα δεν πρέπει να επιτρέψει την ψυχολογική αποστασιοποίησή της από το πολιτικό της περιβάλλον -αυτό της Δύσης-, εξαιτίας της κρίσης χρέους. Κι αυτό γιατί η ακύρωση του κομβικού προσανατολισμού της υψηλής μας στρατηγικής από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου μέχρι και σήμερα -η τοποθέτηση της Ελλάδας στον πυρήνα του δυτικού κόσμου- θα σήμαινε αλλαγή παραδείγματος που θα προκαλούσε ολιστικές τριβές στο οντολογικό μας είναι.
Σήμερα προέχει να διατηρήσουμε αλώβητο τον δυτικό μας προσανατολισμό. Οχι μόνο ως απόφαση υψηλής στρατηγικής για το μέλλον της χώρας αλλά και ως εγνωσμένη επιλογή στο πλαίσιο της ατομικής διάστασης. Αυτή είναι η πρόκληση που τίθεται εμπρός μας, όπως ασφαλώς και η δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου που θα παράγει πρωτογενή πλούτο, αλλά και η αναδιαμόρφωση της κοινωνικοπολιτικής μας ταυτότητας πάνω στις βάσεις της αξιοσύνης, της αγάπης προς την πατρίδα, της εγνωσμένης επιλογής προς τη δημοκρατία και την ελεύθερη οικονομία, καθώς και στην αρχή του κοσμοπολιτισμού και της ανεκτικότητας. Η Ελλάδα δεν είναι μόνη, γιατί η Ελλάδα είναι ενεργό κομμάτι του δυτικού κόσμου. Κι αυτό δημιουργεί ευοίωνες προοπτικές.
Σπύρος Λίτσας