Οσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν το κλείσιμο του κέντρου κράτησης παράνομων μεταναστών στην Αμυγδαλέζα ανέδειξαν με τον πιο κραυγαλέο τρόπο την αμηχανία μας και τις ανεπάρκειές μας μπροστά στο τεράστιο αυτό πρόβλημα. Αμφότερες πηγάζουν, κυρίως, από τις αλήθειες που είμαστε αναγκασμένοι να ομολογήσουμε προς τον εαυτό μας, παρά από την «ενόχληση» που προκαλούν, στον καθένα για διαφορετικούς λόγους, οι εξαθλιωμένοι αυτοί συνάνθρωποί μας
αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα μακριά από τις χώρες καταγωγής τους.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση όχι μόνο δεν έχει ενιαία μεταναστευτική πολιτική, αλλά ο τρόπος που αντιμετωπίζει το ζήτημα οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι κάποιοι εταίροι είναι πιο… «ίσοι» από τους υπολοίπους, καθώς με υστερόβουλο τρόπο προστατεύουν τις δικές τους κοινωνίες, αδιαφορώντας για τις υπόλοιπες. Η περιώνυμη συνθήκη Δουβλίνο 2 προβλέπει, στη σύνοψή της, ότι «ο μετανάστης δικαιούται να ζητήσει άσυλο στην ευρωπαϊκή χώρα στην οποία θα εισέλθει την πρώτη φορά» και ακόμη ότι «μετανάστες οι οποίοι εισέρχονται στην Ελλάδα και κατόπιν μεταβαίνουν σε άλλη χώρα για να αιτηθούν άσυλο θα πρέπει να επιστρέφονται πίσω στην Ελλάδα».
Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της είναι πιο συντριπτικά από τα στοιχεία που τα επιβεβαιώνουν. Η πατρίδα μας μεταβάλλεται με γεωμετρική πρόοδο σε μία απέραντη «χωματερή» προσφύγων. Την ίδια στιγμή, και ενώ οι εταίροι μας δεν αντιμετωπίζουν ευνοϊκά τα αιτήματά μας για ενιαία αντιμετώπιση του προβλήματος, δεχόμαστε διαρκώς καταδίκες για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων εξαιτίας των συνθηκών κράτησης. Αξια κληρονομιά των χρόνων του «αεριτζίδικου εκσυγχρονισμού των μιζών».
Οσα ερωτήματα αγνόησε η κυβέρνηση που υπέγραψε τη συνθήκη αλλά και αυτές που συνέχισαν και συνεχίζουν την εφαρμογή της παραμένουν αναπάντητα, καθώς καθίστανται πλέον και αμείλικτα:
– Διαθέτουμε ή μπορούμε να δημιουργήσουμε υποδομές αξιοπρεπούς φιλοξενίας για τους ανθρώπους αυτούς;
– Εχουν οι δημόσιες υπηρεσίες μας και κυρίως η Αστυνομία και το Λιμενικό την ανάλογη κουλτούρα και εκπαίδευση για να αντεπεξέλθουν στον χειρισμό αυτών των καταστάσεων;
– Εχουμε εμείς ως κοινωνία την υπομονή και την έμπρακτη διάθεση να αναζητήσουμε τρόπο ένταξης των ανθρώπων αυτών στη ζωή μας;
– Πόσοι, ποιοι και πού χωράνε μαζί μας αξιοπρεπώς για όλους μας;
Αυτά και άλλα δεν απαντώνται υπό το κράτος της πίεσης από καραβιές δυστυχισμένων ούτε ανάμεσα σε ανέξοδες ρητορείες ένθεν κακείθεν.
Οσο και αν ακούγεται περίεργα στην παρούσα συγκυρία, αναπόφευκτα θα αναζητήσουμε την απεμπλοκή μας από το Δουβλίνο 2, όσο η συνθήκη παραμένει με τη σημερινή μορφή της. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά ούτε απειλή ούτε εκβιασμό για κανέναν από τους εταίρους μας. Απλώς, είναι σχιζοφρενές και αδιανόητο ταυτοχρόνως η χώρα μας και να βρίσκεται εκτεθειμένη από πλευράς εθνικής ασφάλειας και να εκτίθεται από την αδυναμία της να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ανθρωπισμού και όσων αξιών επιβάλλουν ο πολιτισμός και ο χαρακτήρας των κατοίκων της απέναντι σε κυνηγημένους ανθρώπους που υποφέρουν.
Σε όσους προβάλλουν το αντεπιχείρημα ότι μία τέτοια απεμπλοκή θα συμπαρασύρει τη συνθήκη Σένγκεν και ως εκ τούτου τη… δυνατότητά μας να ταξιδεύουμε ευκολότερα εντός Ε.Ε., δεν έχω να αντιπαραθέσω τίποτα. Παρά μόνον ότι είναι ήδη… «ταξιδεμένοι αλλού γι’ αλλού», και ας νομίζουν ότι ζουν δίπλα μας εδώ και τώρα.
Γιώργος Κ. Στράτος