Το πολυνομοσχέδιο, που πέρασε χωρίς ουσιαστική συζήτηση από το Κοινοβούλιο, δημιουργώντας περισσότερο κρότο και ατμόσφαιρα χαμαιτυπείου παρά ουσιαστικό προβληματισμό, χαρακτηρίστηκε ως προς το άρθρο 1, που δεν αφορούσε τις τράπεζες, Μνημόνιο 3. Δεν ήταν! Αποτελούσε μια συρραφή από αντιφατικές και άσχετες μεταξύ τους διατάξεις, πολύ σημαντικές για τα εισοδήματα και τις εργασιακές σχέσεις των Ελλήνων από τις εκκρεμότητες που φοβούνταν να περάσουν τα υπουργεία.
Υπήρξε επιταγή να νομοθετηθούν οι εκκρεμότητες όλες μαζί σε ένα νομοσχέδιο, στο πρότυπο των εφαρμοστικών νόμων που έχουν προηγηθεί. Στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης και των Σαμαρά – Βενιζέλου ήταν το κατά πόσον οι διατάξεις αυτές θα κατατίθεντο προς συζήτηση σε πολλά άρθρα και χωρίς ασφυκτική πειθαρχία, ώστε να υπάρξει συζήτηση πραγματική, ή σε ένα άρθρο και με «μπλόφες», ώστε με απολύτως αντιδημοκρατικό τρόπο να γίνονταν νόμος του κράτους.
Προτιμήθηκε το δεύτερο και μάλιστα μια σειρά από βουλευτές – αντάρτες, που θέλησαν να αναδείξουν το πολιτικό προφίλ τους στις περιφέρειές τους, προέβαλαν διαχειρίσιμης σημασίας θέματα, όπως το γάλα και το ζύγισμα του ψωμιού, με αποτέλεσμα να μη γίνει ενημέρωση για τα πλέον σημαντικά, όπως για παράδειγμα η συγκρότηση εταιριών ενοικίασης εργαζομένων ή τα μέτρα σε βάρος επαγγελματιών, μικρομεσαίων επιχειρηματιών από τα περίπτερα μέχρι τα φαρμακεία.
Για το έλλειμμα ενημέρωσης δεν είναι υπαίτια η κυβέρνηση συνασπισμού μόνον. Αλλά κυρίαρχα η αντιπολίτευση και ιδιαίτερα η αξιωματική του ΣΥΡΙΖΑ, που προτίμησε για ακόμη μία φορά τους φθηνούς εντυπωσιασμούς με οριακές προτάσεις δυσπιστίας, αντί να προβάλει το περιεχόμενο του πολυνομοσχεδίου και να δημιουργήσει αντιπαράθεση επί αυτού. Ευθύνες συντριπτικές έχει, όμως, και η ελληνική δημοσιογραφία, που είτε γιατί δεν μπορεί, εξαιτίας των περικοπών και της μείωσης δαπανών σε προσωπικό και μέσα, είτε γιατί δεν θέλει, εξαιτίας παράλληλων επιχειρηματικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, να ενημερώσει τον μέσο πολίτη για αυτά που του συμβαίνουν.
Θα ήταν κοινότοπο να σχολιάσουμε παρουσίες όπως αυτή του κ. Βενιζέλου σε ρόλο «πρωθυπουργεύοντος» αλλά και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος συμπεριφερόμενος ως εξουσιαστής – «χρυσαυγίτης» των σαλονιών έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αναδείξει την παρακμή του κοινοβουλευτισμού και του κομματικού συστήματος στην Ελλάδα καταχειροκροτούμενος από «πεπτωκότες» «γαλάζιους» βουλευτές, προφανώς για το ιταμό ύφος και τη φρασεολογία της άλλοτε ένδοξης Τρούμπας.
Ασχετα με όσα διαδραματίστηκαν στη δραματική συνεδρίαση του Κοινοβουλίου, αυτό που θα πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η επιτομή των μέτρων έχει τη βάση της στον παραλογισμό της θεωρίας της παγκόσμιας «σέχτας» των νεοφιλελευθέρων, που υπό τον ίδιο τον «ιεράρχη» της Μ. Φρίντμαν δοκιμάστηκε στις μεγάλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, με κυρίαρχο πεδίο την Αργεντινή, δημιουργώντας φτώχεια, αποδιοργάνωση της παραγωγής, ανισότητα, δικτατορίες, κερδοσκοπία πολυεθνικών, καταλήστευση του δημόσιου πλούτου.
Το «πέρασμα» των αντιλήψεων αυτών του ΔΝΤ και του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας στον δρόμο για την Ουκρανία και την Ευρασία ή στην αμέσως επόμενη φάση στην Αφρική δεν είναι απαραίτητο να μας καταστρέψει σε διαρκή βάση. Ομως, αλλάζει όλα τα δεδομένα της στρεβλής οργάνωσης μιας αναδιανεμητικής οικονομίας που επέβαλε μεταπολιτευτικά η αριστερή αντίληψη με επιδόματα, ελλείμματα και ευνοϊκές ρυθμίσεις, προκρίνοντας μια ανταποδοτική οικονομία με κρίσιμο μέγεθος την παραγωγή και όχι την κατανάλωση ιδιωτικού πλούτου για να δημιουργηθεί σταθερό περιβάλλον για δημόσια πλεονάσματα.
Για να συμβεί αυτό που χαρακτηρίζεται ανάπτυξη χρειάζονται νεωτεριστικές κρατικές πολιτικές και πολιτικό σύστημα εθνοκοινωνικής ταυτότητας που δεν υφίστανται.
Μενέλαος Τασιόπουλος