Ούτε το αναστάσιμο πνεύμα μάς πιάνει πια ούτε τίποτα. Δεν πρόλαβε να βγει η Λαμπροβδομάδα και όλα κινούνται πάλι στον γνώριμο ρυθμό μιας παρακμιακής παράκρουσης που πνίγεται σε μια κουταλιά νερό σκούζοντας. Υποτίθεται ότι η Μεγάλη Εβδομάδα είναι ο κατεξοχήν χρόνος, στον οποίο ο καθένας με τον τρόπο του συναντά τον Θεό και προσπαθεί να νοικοκυρέψει, εντός του τουλάχιστον, τα σοβαρά. Γι’ αυτό σιωπή και περισυλλογή πρέπει να διακρίνουν τις κινήσεις του.
Πόσο δυσνόητα μπορούν να είναι όλα αυτά: Για τη συνδικαλιστική ηγεσία των καθηγητών που απειλούν με απεργία μέσα στις εξετάσεις; Για ένα στρατιωτικό άγημα που διαλέγει να τραγουδήσει τον Εθνικό Υμνο την ώρα του «Χριστός Ανέστη»; Και τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου που συγχαίρει το άγημα μέσω twitter; Για μια ποιήτρια-ακαδημαϊκό και τους επικριτές της που χάθηκαν μέσα στα αυτονόητα για ένα παγκάκι;
Δεν θα με απασχολούσαν τα πεπραγμένα όλων αυτών, αν δεν ανακάτευαν στο μίξερ τους «τα άγια των αγίων» για την πατρίδα μας αλλά και για κάθε πολιτισμένη κοινωνία. Ούτε είναι αρμοδιότητά μου να κρίνω γιατί το κάνουν. Αισθάνομαι, όμως, ότι οι συμπεριφορές τους απειλούν τις προθέσεις τους και τις ιδέες τους. Απειλούν να μας καταπιούν κι εμάς που με δυσκολία προσπαθούμε να αντισταθούμε στην παραζάλη του καιρού μας.
«Ωραίο» συμβολισμό έδωσαν οι καθηγητές στους μαθητές τους για την αξία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και του συνδικαλισμού με την επαπειλούμενη απεργία τους. Ούτε ραντεβού να είχαν με την πλήρη αποσάθρωση κάθε έννοιας εργατικού δικαίου στη χώρα μας.
«Ωραίοι» και οι αυριανοί ηγήτορες του στρατεύματος και ο αρχηγός του. «Υμνος προς την Ελευθερία» είναι ο δικός μας, κολλάει παντού και πάντα. Συγχωρεί και ο Θεός μας ό,τι και να του πούμε, ρίχ’ τον. Ετσι να ‘χουμε μία απ’ όλα. Λες και όλοι οι άλλοι, που δεν τη διανοηθήκαμε ποτέ αυτήν την κακόφωνη και κακόγουστη καρικατούρα επίδειξης αισθημάτων, ούτε το νιώθουμε ούτε το ξέρουμε ότι στον αιώνα των αιώνων είναι συνυφασμένη η προσδοκία της Ανάστασης του Κυρίου με την ελπίδα μας για τη σωτηρία του Γένους μας.
«Ωραία» και η ποιήτρια-ακαδημαϊκός. Σωστά όσα επισημαίνετε για την Κυψέλη σας. Αυτονόητα. Γιατί δεν φροντίζετε η ουσία του λόγου σας να διεισδύσει εις ώτα αρμοδίων εκμεταλλευόμενη την αξία και την αναγνωρισιμότητά σας που δεν διαθέτουν οι γείτονές σας; Γιατί τον εκθέτετε αφελώς στην κριτική όσων ούτε με GPS δεν θα βρουν τις οδούς Πυθίας και Φαέθοντος και που δεν έχουν κάτσει ούτε σε άδειο παγκάκι;
Τους περιέγραψα επαρκώς και τους επικριτές της ποιήτριας. Είναι οι «αλλού». Ζουν αλλού, ‘κονομάν από παντού αλλά έχουν εκ του μακρόθεν άποψη για όλα και για όλους. Οι δικές τους πόρτες δεν έχουν «ματάκι» αλλά συστήματα ασφαλείας. Ασε που με την κακία των πατεράδων τους στο βλέμμα θα τρόμαζαν και οι επίδοξοι κλέφτες, ντόπιοι και ξένοι. Σακατεύουν και αυτοί ό,τι προλαβαίνουν. Ανθρώπινα δικαιώματα, ανοχή στις διαφορετικές φυλές και θρησκείες. Κάνοντας ότι δεν τρέχει τίποτα με τους μετανάστες και το μερίδιο της παραβατικότητας που τους αναλογεί, παραδίδουν τους απελπισμένους και εξαθλιωμένους κατοίκους του κέντρου της πόλης στις συμμορίες των «σωτήρων» τους.
Τα σοβαρά ακούγονται από μόνα τους. Αυτή η αίσθηση μέτρου αποτελεί κομμάτι του εθνικού μας γονιδίου. Οπως και αυτό που είπε ο εθνικός μας ποιητής: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές». Χρειάζονται πιο εντατικά μαθήματα Διονυσίου Σολωμού και η Ακαδημία Αθηνών και οι Στρατιωτικές Σχολές και φυσικά και πάνω απ’ όλα η Εκπαίδευση και οι εκπαιδευτικοί μας.
Γιώργος Κ. Στράτος