Αν η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού τότε… είμαστε στα δύσκολα. Γιατί στην περίπτωσή μας χρειάζονται θαύματα. Οχι απλώς μιας νέας δημοσιονομικής εφαρμογής, αλλά θεαματικές μεταβολές στο πολιτικό πράττειν, λέγειν και σκέπτεσθαι.
Σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής το πρωταρχικό ζήτημα είναι η στήριξη της συλλογικής αυτοπεποίθησης. Οχι ασφαλώς με την επιστροφή στο πελατειακό σύστημα. Χρειάζεται όμως ξανά ο Ελληνας να πιστέψει στον εαυτό του. Να πετάξει από πάνω του τον στερεοτυπικό χαρακτηρισμό του πιο διεφθαρμένου πολίτη στην Ευρώπη. Να κατανοήσει ότι είναι αδιέξοδο το σχήμα αναμονής της επιβίωσής του από την καλοσύνη των άλλων. Ρεαλιστική μεταβολή των σημερινών αδιεξόδων θα υπάρξει όταν ο Ελληνας σηκωθεί από το χώμα, πάψει να είναι ικέτης και πάρει ξανά τη ζωή του στα χέρια του. Με ανοικτές τις πόρτες προς το διεθνές σύστημα, με τα μάτια στραμμένα στη διεθνή πολιτική σκηνή, αλλά πατώντας γερά στα πόδια του. Μοναδική διέξοδος του σημερινού λαβυρίνθου είναι να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Μοναδικά οχήματα εξόδου από το τέλμα, η Παιδεία, η αστική φιλελεύθερη Δημοκρατία, η Δικαιοσύνη και η δημιουργική εξωστρέφεια.
Σε επίπεδο πολιτικού συστήματος, η πλειονότητα των πολιτών πλέον ομολογεί ότι το σημερινό επίπεδο της Βουλής κατέχει τα πρωτεία σε αρνητικές εντυπώσεις και επιδόσεις από την έναρξη της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Το ουσιαστικό θέμα όμως δεν είναι το επίπεδο των εκπροσώπων μας στη Βουλή, αλλά ότι το θεσμικό μοντέλο λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήματός μας χρήζει επειγόντως ποιοτικής ενίσχυσης. Οι εκπρόσωποί μας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο είναι δικές μας επιλογές. Δεν μας επιβλήθηκαν, αλλά ψηφίστηκαν από τον κυρίαρχο λαό. Βασικός όρος της αστικής Δημοκρατίας είναι ο σεβασμός στις επιλογές και στις τοποθετήσεις του κυρίαρχου λαού, που έχουν τη δυνατότητα, άλλωστε, της ποιοτικής ή συνολικής αλλαγής έπειτα από τέσσερα χρόνια. Οπότε, πριν κάποιος σπεύσει να κρίνει αρνητικά τη Δημοκρατία, ας σκεφτεί την ουσία των λόγων του Γάλλου φιλοσόφου Jean Rostand: «Οσο υπάρχουν δικτατορίες, δεν μου πάει η καρδιά να επικρίνω τη δημοκρατία».
Σίγουρα όμως ο πολίτης έχει κάθε δίκιο να παραπονιέται για το ότι οι θεσμοί της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας πάσχουν στο επίπεδο του έλεγχου των εξουσιών, παράγοντας ένα εξαιρετικά αποδυναμωμένο Κοινοβούλιο και έναν πανίσχυρο πρωθυπουργικό θεσμό, οι εξουσίες του οποίου δεν μπορούν να ελεγχθούν συνταγματικώς ή έστω να μετριαστούν, εξαιτίας της θεσμικής ανισοκατανομής που διαπερνά το ελληνικό συνταγματικό φάσμα κυρίως μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1985 – 1986. Η ενίσχυση των θεσμών εις βάρος των προσώπων είναι αναγκαία συνθήκη ουσιαστικού εκσυγχρονισμού του δημοκρατικού πολιτεύματός μας, όπως επίσης η υιοθέτηση ενός θεσμικού μοντέλου που θα επιβάλλει τον έλεγχο και την ισορροπία μεταξύ άρχειν και άρχεσθαι. Η θεσμοθέτηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η απόδοση της δυνατότητας θεσμικών παρεμβάσεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η υιοθέτηση μονοεδρικών περιφερειών που θα οδηγήσει ταυτόχρονα στη μείωση των κοινοβουλευτικών εδρών, 300 βουλευτές για μια χώρα κάτω των 9.000.000 είναι πάρα πολλοί, είναι μερικά ορθολογικά βήματα.
Τέλος, χρειάζεται όραμα ουσίας για τους νέους ανθρώπους. Η μετανάστευση σε λίγο καιρό θα έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας, με τραγικές συνέπειες για τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πληθυσμού, που ούτως ή άλλως και πριν από την έναρξη της κρίσης παρουσίαζαν θεαματική πτώση. Τα Ξύλινα Τείχη για την Ελλάδα, η μοναδική σωτηρία μας δηλαδή, είναι οι νέοι και όχι οι αριθμοί. Οποιος δεν το κατανοεί ή όποιος επιδιώκει να προβεί σε σχετικούς συμψηφισμούς αδυνατεί να αναγνωρίσει ότι ο άνθρωπος είναι το αίτιο της πολιτικής, ενώ οι αριθμοί το αιτιατό.