Κυβερνητικό παραμύθι η αύξηση μισθών. Η ακρίβεια όχι απλώς «εξαφανίζει» την επιπλέον αμοιβή, αλλά στην πράξη μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα
Μπορεί το 2024 να σημειώθηκε άνοδος των πραγματικών αμοιβών ανά απασχολούμενο έπειτα από δύο έτη συρρίκνωσης, η αύξηση όμως αυτή δεν αποτυπώνεται στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς λόγω της παρατεταμένης ακρίβειας. Το αντίθετο μάλιστα. Τα στοιχεία της εβδομαδιαίας έκθεσης της Eurobank «7 Ημέρες» είναι αποκαλυπτικά. Συνολικά την τελευταία πενταετία οι ονομαστικές αμοιβές ανά απασχολούμενο καταγράφουν σωρευτική αύξηση 13,2%, άνοδος που υπολείπεται της αντίστοιχης του γενικού επιπέδου των τιμών, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 16,1% το 9μηνο Ιαν.-Σεπ. ’24 σε σύγκριση με το 9μηνο Ιαν.-Σεπ. ’19.
Ουσιαστικά ο πληθωρισμός όχι απλώς «εξαφανίζει» τις αυξήσεις των μισθών, αλλά στην πράξη μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα! Κάτι που έχει αποτυπωθεί πρόσφατα και στα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία ο μέσος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα για το 2023 ήταν ο 3ος χαμηλότερος στην ευρωζώνη, υψηλότερος μόνο από τον μισθό σε Βουλγαρία και Ουγγαρία. Κατά τα άλλα η κυβέρνηση καμαρώνει για αύξηση των εισοδημάτων και ισχυρή οικονομία. Ειδικότερα, για το σύνολο του έτους 2024 ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αποκλιμακώθηκε στο 3% (2,4% στην ευρωζώνη), από 4,2% το 2023 (5,4% στην ευρωζώνη), παραμένοντας ωστόσο υψηλότερος από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, αυτό που χαρακτηρίζεται «ακρίβεια» στην καθημερινότητα των πολιτών δεν αποτυπώνεται στον πληθωρισμό ενός έτους, αλλά στη σωρευτική άνοδο του επιπέδου των τιμών των τελευταίων ετών. H συνολική αύξηση, λοιπόν, του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) τα πέντε τελευταία χρόνια ανέρχεται σε 16,1%, έναντι 20,3% στην ευρωζώνη. Στις επιμέρους ομάδες αγαθών και υπηρεσιών η υψηλότερη σωρευτική αύξηση καταγράφεται στη διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά με 32,5% και ακολουθούν: ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια (20,7%), στέγαση, νερό, ηλεκτρικό, αέριο και άλλα καύσιμα (17,2%), ένδυση και υπόδηση (15,9%), μεταφορές (13,5%), διαρκή αγαθά-είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες (11,9%), υγεία (10,5%), εκπαίδευση (8,2%), αναψυχή-πολιτιστικές δραστηριότητες (6,4%), άλλα αγαθά και υπηρεσίες (5,6%), αλκοολούχα ποτά και καπνός (3,8%).
«Οι υψηλές τιμές των τροφίμων πλήττουν περισσότερο τα νοικοκυριά που βρίσκονται στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, καθότι για αυτά τα νοικοκυριά η βαρύτητα που έχουν τα τρόφιμα στο “καλάθι” τους είναι αναλογικά μεγαλύτερη» αναφέρει η εβδομαδιαία έκθεση της Eurobank. Αυτό συμβαίνει διότι χρειάζεται να διαθέσουν μεγαλύτερο κομμάτι του εισοδήματός τους για να καλύψουν την ανάγκη σίτισης. Αν το 2021 ένα νοικοκυριό είχε χαμηλό εισόδημα 750 ευρώ, έπρεπε να διαθέσει το 20% του εισοδήματος μόνο για τρόφιμα. Με την αύξηση της δαπάνης των τροφίμων κατά 30% στο διάστημα 2021-2024 και με αντίστοιχη της τάξης του 12% στον μισθό, η αναλογία ανεβαίνει περίπου κοντά στο 25%.