Ηρεμολόγιο Δευτέρας 20/01/2025

● Δεκαπεντάχρονος ανθέλληνας συνελήφθη επειδή βανδάλισε τον ανδριάντα του ήρωα Αντώνη Κατσαντώνη, ο οποίος σκοτώθηκε το 1808 έπειτα από φριχτά βασανιστήρια από τους Τούρκους.

● Επειδή δεν αξίζει καμιά αναφορά στις όχεντρες, νεαρές και μη, που βεβηλώνουν ανδριάντες ηρώων, καλό είναι να υπενθυμιστεί το δημοτικό τραγούδι «Του Κατσαντώνη», το οποίο αφηγείται την ιστορία του ήρωα.

Αυτού που πας, μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι’ αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πε του να κάνη φρόνιμα κι όλο ταπεινωμένα,
δεν είν’ ο περσινός καιρός να κάνη όπως θέλει,
φέτος το πήρε γκέντσιαγας, το πήρε ο Βελή Γκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι’ ο Κατσαντώνης το ‘μαθε και το σπαθί του ζώνει,
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει στην Τουρκιά, σ’ αυτόν το Βελή Γκέκα:
«Οπου θα τά ‘βρη τα παιδιά, ας τά ‘βρη κι ας τα πάρη!».

Κι ο Βελή Γκέκας έτρωγε σ’ ενού παπά το σπίτι.
Τρία κοράσια τον κερνούν κ’ οι τρεις ξανθομαλλούσες,
η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,
η τρίτη νη καλύτερη με τ’ ασημένιο τάσι.
Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν κ’ εκεί που λακριντίζαν,
μαύρα μαντάτα τού ‘ρθανε από τον Κατσαντώνη:
«Να βγης, Βελή μου, στ’ Άγραφα, να βγης ν’ ανταμωθούμε».
Κι’ ο Βελή Γκέκας τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
στα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει.
«Πού είσαι, τσαούση ογλήγορε, μάσε τα παλικάρια,
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη».

Κι ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι τού είχε.
Κι ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά έξ’ εφτά νομάτους.
«Πού πας, Βελή ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;
-Σ’ εσέν’, Αντώνη κερατά, σ’ εσένα παλιοκλέφτη.
-Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν είν’ εδώ ραγιάδες,
για ναν τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ ‘ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν».

Τρεις μπαταριές τού ρίξανε, τη μια μεριά στην άλλη·
η μια τον πήρε ξώδερμα, η άλλη στο κεφάλι,
κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γιόμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι,
κ’ η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί, τα παλληκάρια κράζει:
«Πού είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα πάρ’ τ’ άρματά μου,
να μην τα πάρει η κλεφτουριά κι ο σκύλος Κατσαντώνης».

Εχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες·
κ’ εσείς Τσουμέρκα κι’ Αγραφα, παλληκαριών λημέρια.
Αν δήτε τη γυναίκα μου, αν δήτε και το γιο μου,
ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσιά κι απάτη.
Αρρωστημένο μ’ ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα,
ωσάν μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο.

π

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα