Την ώρα που ο συνέταιρος του Ερντογάν απειλεί ανοιχτά την Ελλάδα λέγοντας «η Αθήνα να προσέχει τα βήματά της», το ΥΠΕΞ απαντά με ανοχή και ευχολόγια
Η κατάσταση με τον βεβιασμένο «φιλικό» διάλογο με την Τουρκία έχει γίνει πια παλαβή. Οσο η κυβέρνηση αρνείται να απαντήσει στους πολίτες της τι ακριβώς διαπραγματεύεται, η Ελλάδα μοιάζει να έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι του Προκρούστη, ώστε η Αγκυρα -ανάλογα με τις ορέξεις της- να καπαρώνει κομμάτια. Χθες ήταν η σειρά των Δωδεκανήσων.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν, μάς είπε ότι τα Δωδεκάνησα είναι τουρκικά. Μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, δήλωσε ότι «τα Δωδεκάνησα εκλάπησαν με κόλπα από τον πραγματικό τους ιδιοκτήτη, το τουρκικό έθνος»! Κατηγορώντας την Ελλάδα για τον εξοπλισμό των απειλούμενων νησιών, χαρακτηρίζοντάς τον πρόκληση και απειλώντας ευθέως: «Το να ζήσει η Τουρκία χωρίς τα Δωδεκάνησα είναι όνειρο».
Και συνέχισε: «Υπήρξε σφετερισμός από την Ελλάδα των Δωδεκανήσων, τα οποία πάρθηκαν με παιχνίδια του ποδαριού. Ακόμα και αν η Τουρκία μπορεί να ζήσει χωρίς τα Δωδεκάνησα, το να ζήσουν τα Δωδεκάνησα χωρίς την Τουρκία είναι ξεκάθαρα εκτός πραγματικότητας. Η Τουρκία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει ποτέ τη “Γαλάζια Πατρίδα”. Η Αθήνα να προσέχει τα βήματά της. Τα αποτελέσματα των ενεργειών της Ελλάδας θα είναι βαριά. Δεν υπάρχουν μόνιμες φιλίες ή εχθρότητες μεταξύ κρατών. Ούτε και υπήρξαν μέχρι σήμερα». «Η Τουρκία είναι ένα πολύ ισχυρό κράτος» είπε ακόμα στο παραλήρημά του ο Μπαχτσελί και συνέχισε: «Εχει το θάρρος και την ανθεκτικότητα να παίρνει με αποφασιστικότητα απόφαση για κάθε κεφάλαιο προβλημάτων και να παρεμβαίνει εντός των ιστορικών της συνόρων. Τα Δωδεκάνησα δεν νοούνται δίχως την Τουρκία. Τα σχέδια εξοπλισμού αποτελούν πρόκληση για την Τουρκία και συμπαρασύρουν το Αιγαίο σε μια δίνη εντάσεων. Εχουν σφετεριστεί οι Ελληνες τα Δωδεκάνησα και τα πήραν με παιχνίδια του ποδαριού. Το να ζήσει η Τουρκία χωρίς τα Δωδεκάνησα είναι ένα όνειρο. Το να ακολουθείται μια επιθετική πολιτική στην απέναντι όχθη του Αιγαίου δεν έχει να ωφελήσει τίποτα σε καμία χώρα».
Θα περίμενε κανείς ότι η Αθήνα θα απαντήσει με θάρρος απέναντι στο ανιστόρητο και «πολεμοχαρές» τερατούργημα του «συμπαίκτη» του Ερντογάν. Ομως η ελληνική πλευρά, μέσω ανακοίνωσης του υπουργείου Εξωτερικών, ανέφερε μόνο ότι «η Ελλάδα, ως κυρίαρχο κράτος, δεν παραιτείται από το φυσικό και νόμιμο δικαίωμά της στην άμυνα, όπως προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Πόσο μάλλον, τη στιγμή που απειλείται με πόλεμο (casus belli) σε περίπτωση που ασκήσει δικαίωμα που απορρέει από την κυριαρχία της, όπως προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο». Η αυτονόητη και ήπια ανακοίνωση, μάλιστα, δεν συμβαδίζει με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης. Το casus belli, σε περίπτωση που η Ελλάδα «ασκήσει το δικαίωμά της», έχει να κάνει ασφαλώς με τα 12 ναυτικά μίλια. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά τις διαρκείς προκλήσεις και τις απειλές της Αγκυρας, δεν τολμά να πράξει αυτό που αναμένουν όλοι οι Ελληνες.
Τα ευχολόγια της ανακοίνωσης, πως «για τη διατήρηση της ειρήνης απαιτείται σύνεση και υπευθυνότητα, και όχι εχθροπαθείς δηλώσεις, τα ζητήματα κυριαρχίας είναι εκτός συζήτησης και αναθεωρητικές αντιλήψεις είναι καθολικά απορριπτέες» δεν απαντούν στον Μπαχτσελί, το «μεγάφωνο» του Ερντογάν. Στην πράξη, όταν η κυβέρνηση αποδέχτηκε τουρκικά πολεμικά πλοία μέσα σε ελληνικά νερά στην Κάσο ήταν σαν να νομιμοποιούσε εκ των προτέρων το τωρινό παραλήρημα Μπαχτσελί, ότι στα Δωδεκάνησα κάνει κουμάντο η Τουρκία. Ο Μπαχτσελί μπορεί, λοιπόν, ακόμα και να διακωμωδήσει το ελληνικό ΥΠΕΞ για υποκριτική ασυνέχεια μεταξύ ανακοίνωσης και έργων, πατώντας πάνω στα γεγονότα της Κάσου. Τα Δωδεκάνησα, που υπερασπίζεται η Αθήνα τώρα με λόγια, τα υπονόμευσε στην πράξη.
Η Ελλάδα είναι, υποτίθεται, ένα κανονικό κράτος και οι πολίτες της πλήρωσαν με τις ακριβότερες θυσίες στη δυτική μεταπολεμική Ιστορία την παραμονή στον πυρήνα της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, ακριβώς για να είναι ασφαλείς απέναντι στη διαρκή υπαρξιακή απειλή της Τουρκίας. Ομως, απέναντι σε αυτήν τη στάση της Τουρκίας, που πια δεν τηρεί ούτε τα προσχήματα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει -ανεξήγητα- να μην υπερασπίζεται την εθνική κυριαρχία, όπως έχει υποχρέωση. Συνεχίζει υπνωτισμένα να προπαγανδίζει επικοινωνιακά έναν «διάλογο», υποσκάπτοντας παράλληλα τη θέση της χώρας. Είναι και βιαστική. Να έχουμε συμφωνήσει με τους Τούρκους σε συνυποσχετικό για την προσφυγή στη Χάγη μέσα στον Ιανουάριο του 2025, δήλωνε ο Γεραπετρίτης τον Οκτώβριο. Ο ακροδεξιός Μπαχτσελί συνηθίζει να εκφράζει τη στρατηγική της κυβέρνησής του φωνακλάδικα και ωμά. Στην ουσία, δεν διαφέρει σε τίποτα από τον Φιντάν, που απαιτεί ακριβώς τα ίδια, μόνο πίσω από κλειστές πόρτες.
Από τη μια, έχουμε την ελληνική κυβέρνηση, που οχυρώνεται στο Μαξίμου – προφανώς, απρόθυμη ή ανίκανη να διαφυλάξει τα εθνικά συμφέροντα. Ο πρωθυπουργός προσπαθεί να πουλήσει ως πολιτική τόλμη και αποφασιστικότητα την ανοχή στην καταπάτηση κάθε «κόκκινης γραμμής». Από την άλλη, η Τουρκία χρησιμοποιεί ρητορική λες και απευθύνεται σε οθωμανική επαρχία υπό προσάρτηση, όχι σε κυρίαρχο κράτος. Το ερώτημα είναι: Πιστεύουν ακόμα ο Μητσοτάκης και ο Γεραπετρίτης στον πολυδιαφημισμένο διάλογο με την Τουρκία; Ακόμα και έπειτα απ’ όσα έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες; Και σε ποιο κέρδος ακριβώς προσδοκά αυτή η τακτική για τη χώρα μας;Εν τέλει, οι Ελληνες πολίτες πώς ακριβώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το παράξενο μελόδραμα, που αρχίζει πια να μοιάζει με φαρσοκωμωδία;
ΝΤΕΒΛΕΤ ΜΠΑΧΤΣΕΛΙ
Τούρκος πρόεδρος Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης ΜΗΡ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε το 1948 και σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αγκυρας. Είναι βουλευτής του τουρκικού Κοινοβουλίου από το 2007, ενώ διετέλεσε αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση συνασπισμού του Ετσεβίτ το 1999. Το 1987 έγινε μέλος της εθνικιστικής παράταξης στην Τουρκία και το 1997 ανέλαβε την ηγεσία του MHP. Το 2017 υποστήριξε τις θέσεις του Ερντογάν για την αλλαγή του Συντάγματος και έκτοτε η συνεργασία των δύο κομμάτων είναι στενή, μέσω του κοινού εκλογικού συνασπισμού «Λαϊκή Συμμαχία».