Παραμονή πρωτοχρονιάς του 196…
Το χιόνι που είχε αρχίσει να πέφτει από νωρίς το απόγευμα, «ασπρίζει» σιγά σιγά την μικρή Μακεδονική κωμόπολη.
- Aπό τον Χρήστο Μπολώση
Ο νεαρός Ανθυπολοχαγός Αλέξανδρος Ε., έριξε ένα ξύλο στην βαμμένη με ασημόχρωμα μαντεμένια ξυλόσομπα. Από νωρίς είχε πάει στον ΟΤΕ (τους συνέδεσαν μετά από πολύ ώρα, μέρα που ήταν…) και είχε ανταλλάξει ευχές με τους γονείς του και τα αδέλφια του και τώρα, πήρε «χαρτί και καλαμάρι», έβαλε έναν δίσκο στο πικάπ και ένα ποτηράκι βερμούτ και άρχισε να γράφει στην κοπέλα του στην Αθήνα.
Τούτη τη μέρα η νοσταλγία δύσκολα νικιέται. Θυμήθηκε ότι πέρσι, σαν σήμερα, αφού «άλλαξε» τον χρόνο με τους γονείς του, έτρεξε να βρει την αγαπημένη του για να συνεχίζουν τη διασκέδαση με φίλους. Σήμερα τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Άδεια δεν μπόρεσε να πάρει, διότι «τώρα έχουμε δουλειές», όπως του είπε… πειστικότατα ο διοικητής του…
Ο χρόνος περνάει γλυκά γράφοντας το γράμμα, αλλά ήδη έφτασε η ώρα να φύγει για την Λέσχη, όπου σε λίγο θα αρχίσει ο πρωτοχρονιάτικος χορός της Μεραρχίας.
Η Λέσχη, στο κέντρο της πόλεως, ολόλαμπρα στολισμένη, είναι έτοιμη μαζί με τους αξιωματικούς της Φρουράς να δεχτεί και τους «εξέχοντας πολίτες» της τοπικής κοινωνίας, που όλοι μαζί θα αποχαιρετήσουν τον παλιό χρόνο και θα υποδεχθούν τον καινούργιο με πολλές ελπίδες. Ο Αλέξανδρος, ποτέ δεν κατάλαβε, γιατί ο νέος θα είναι γεμάτος καλά την στιγμή που όλοι οι παλιοί ήταν γεμάτοι άσχημα. Δεν μπόρεσε ποτέ να βρει απάντηση. Δεν τον πολυαπασχολούσε κιόλας. Άλλωστε στο ερώτημα αυτό δεν είχε βρει απάντηση ούτε στα 80 του!
Οι προετοιμασίες που είχαν προηγηθεί είχαν εξουθενώσει τους εμπλεκομένους στις διάφορες επιτροπές αξιωματικούς. Οι νεαροί ανθυπολοχαγοί, δεν είχαν εμπλακεί, διότι «ακόμα μάθαιναν». Άλλωστε είχαν μπροστά τους ολόκληρη ζωή.
Πραγματικά όμως οι επιτροπές είχαν δώσει ρέστα.
Η «Επιτροπή Συσσιτίου» είχε φθάσει μέχρι την Θεσσαλονίκη για να συμβουλευτεί μεγάλους μαγείρους (τότε δεν τους έλεγαν ακόμη «σεφ». Άντε το πολύ πολύ «αρχιμάγειρες»), ενώ για τα γλυκά, άλλο κλιμάκιό της είχε φθάσει στην Ξάνθη.
Η επιτροπή «Καλλιτεχνικού Προγράμματος», πέραν των Πάριων και των Μπθικώτσηδων των Μονάδων της Μεραρχίας, είχε πάει σβάρνα και όλα τα Πολιτιστικά Κέντρα (διάβαζε ‘’σκυλάδικα’’) της περιοχής και είχε έλθει σε επαφή με τις περιστασιακές Μαρινέλλες, οι οποίες είναι η αλήθεια, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, ανταποκρίθηκαν με μεγάλη προθυμία, αφού πήραν και την άδεια του «αφεντικού» και ο νοών νοείτω. Ίσως γιατί υπέθεσαν ότι η εμφάνιση αυτή θα ήταν τα σκαλοπάτια, που παν στην επιτυχία. Δυστυχώς γι’ αυτές, τα μόνα σκαλοπάτια που ανέβηκαν, ήταν αυτά της Λέσχης.
Η άφιξη του Στρατηγού σημαίνει ένα είδος συναγερμού. Ο Στρατηγός χαμογελαστός χαιρετάει τους καλεσμένους, επισήμους και απλούς συμπολίτες και μόλις κάθεται στην θέση του, αρχίζει το σερβίρισμα, ενώ η ορχήστρα αποτελουμένη από εκκολαπτόμενους Κατσαρούς, Χατζηδάκηδες και Ζαμπέτες, αρχίζει το πρόγραμμά της με ένα ρεπερτόριο που φέρει το περίεργο όνομα «Μουσική Φαγητού». Να σημειωθεί ότι τα κομμάτια που εκτελεί (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς), δεν αναφέρονται σε μακαρονάδες, συκωταριές, σουβλάκια και σπληνάντερα. Απεναντίας. Άρα γιατί «Φαγητού»; Τέλος πάντων.
Αλλά ξεχάσαμε τον ανθυπολοχαγό Αλέξανδρο Ε. Στη μια γωνιά λοιπόν της αιθούσης είναι στημένο το εντυπωσιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο και στην άλλη ένα τραπέζι με νεαρούς αξιωματικούς, οι οποίοι μάλλον δεν δείχνουν να πολυσυμμετέχουν στα διαδραματιζόμενα. Τσιμπολογάνε ανόρεχτα τις μπριζόλες τους, γαρνιρισμένες με «ριζότο αλά Μιλανέζ» (ένα πιλαφάκι δηλαδή) και καρώτα, αλλά ο νους τους ταξιδεύει. Κάνα δυό φλερτάρουνε με κάποιες κοπελιές από διπλανά τραπέζια, αλλά ο Αλέξανδρος ταξιδεύει. Ταξιδεύει και πετάει μακριά. Στο πατρικό του, που σε λίγο ο πατέρας θα κόψει την Βασιλόπιττα και ένα κομμάτι της θα είναι γι΄ αυτόν. Στην κοπέλα που τον περίμενε μάταια, αλλά δυστυχώς «είχανε δουλειές». Σε κάποια παρέα, που αυτήν την ώρα θα έχει στήσει ένα όμορφο γλεντάκι. Κάπου τέλος πάντων μακριά.
Τα μάτια του λαμπυρίζουν και δεν είναι μόνο από τα φώτα. Ένα διαμαντάκι γυαλίζει στην άκρη των ματιών. Ένα διαμαντάκι που το σκουπίζει γρήγορα γρήγορα. Πόσο γρήγορα φεύγουν τα διαμαντάκια των ματιών…
Και ταξιδεύει ο Αλέξανδρος. Και ταξιδεύει. Και ξαφνικά, κάτι το ταράζει και μια φωνούλα διακόπτει το ταξίδι του «Ε, παππού, παππού ξύπνα το φαγητό είναι έτοιμο». Αυτό ήταν. Ο παππούς, απόστρατος αξιωματικός δεν βρισκόταν στη Λέσχη της μικρής Μακεδονικής πόλεως, αλλά τη ζεστή γωνιά του σπιτιού του, όπου είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια, παιδιά και εγγόνια, για να γιορτάσουν την αλλαγή του χρόνου. «Κοιμήθηκες καλέ μου;», τον ρωτάει η γυναίκα του, ήταν η κοπελιά που την μακρινή πρωτοχρονιά της έγραφε. «Λίγο βρε γυναίκα. Αλλά πρόλαβα να δω ένα όνειρο, μα ένα όνειρο…».
Ο παππούς δικαίωσε και με το παραπάνω, το ποιηματάκι του Στέλιου Σπεράντσα, που μαθαίναμε στο σχολείο:
Στην καρέκλα την παλιά, με κατάσπρα τα μαλλιά
ο γεροπαππούς κοιμάται. Μη μιλάτε, μη μιλάτε.
Μουρμουρίζει σιγαλά μες στον ύπνο και γελά.
Μη μιλάτε και ξυπνήσει, γιατί τ’ όνειρο θα σβήσει.
Κι είναι τ’ όνειρο γλυκό κι είναι τόσο μαγικό.
Ο παππούς βλέπει λιγάκι πως ξανάγινε παιδάκι.
Τι χαρά μου! Πού και πού βλέπει ακόμη έναν παππού,
που τόνε κρατά στα στήθια και του λέει παραμύθια.
Στην καρέκλα την παλιά με κατάσπρα τα μαλλιά
ο γεροπαππούς κοιμάται. Μη μιλάτε, μη μιλάτε.
Χρόνια πολλά αγαπητοί συνάδελφοι εν ενεργεία και εν αποστρατεία και φίλοι του Στρατού μας. Χρόνια πολλά και στους ονειροπόλους παππούδες, τις στοργικές γιαγιάδες και τα γλυκούλικα εγγονάκια τους. Χρόνια πολλά και σε όλους εσάς που μας κρατάτε συντροφιά στους περιπάτους μας κάθε εβδομάδα στην ηλεκτρονική «δημοκρατία», στην οποία εύχομαι και εφέτος τα καλύτερα.
Εμείς θα τα ξαναπούμε, συν Θεώ, την Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025.
Υστερόγραφο:
Διαβάζοντας το άρθρο της περασμένης εβδομάδος για την «Δίκη των Έξ» ο φίλος μου «Αιρετικός» (Δ.Ζ.) έστειλε το παρακάτω κείμενο, το οποίο ευχαρίστως σας το προσφέρω:
Η δίκη των Έξι
Η δίκη των έξι ήταν δίκη των οκτώ ενώ έπρεπε να είναι η δίκη των εννέα και δέκα. Βεβαίως παραπέμφθηκαν σε δίκη άλλοι αντί άλλων και η όλη δίκη ήταν παρωδία δίκης.
Εκείνος, όμως, που εκτελέσθηκε εντελώς τσάμπα, είναι ο στρατηγός Χατζηανέστης.
Βιογραφικά στοιχεία του Στρατηγού Χατζηανέστη.
Ο Χατζανέστης αποφοίτησε από την ΣΣΕ το 1884 και στη συνέχεια συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία.
Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1987, ως λοχαγός, διετέλεσε για μικρό διάστημα επιτελάρχης της 3ης Ταξιαρχίας, αναλαμβάνοντας αργότερα τη διοίκηση της 2ης ορειβατικής πυροβολαρχίας.
Στην επανάσταση του 1909 παραιτήθηκε. Στους Βαλκανικούς πολέμους επανήλθε ως έφεδρος ταγματάρχης και ανέλαβε ως επιτελάρχης αρχικά της 6ης Mεραρχίας και αργότερα της 5ης.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, με ειδικό νόμο, επανέκτησε την πρότερη αρχαιότητα λαμβάνοντας το βαθμό των συγχρόνων του, του συνταγματάρχη του πυροβολικού. Με τον βαθμό αυτό, διορίσθηκε Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων. Κατά την επιστράτευση του 1915 ανέλαβε τη διοίκηση της 5ης Μεραρχίας. Καθ΄ όλη την εκεί υπηρεσία του, τον διέκρινε πνεύμα εξαιρετικής αυστηρότητας που υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια του πρέποντος και της αντοχής.
Αποτέλεσμα αυτής της πολύ αυστηρής συμπεριφοράς του ήταν η εναντίον του εκδήλωση στάσης στη Μεραρχία του, με κίνδυνο διάλυσής της. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η έκδοση σχετικής διαταγής μετάθεσης και η τοποθέτησή του στην θέση του διοικητή της 15ης Μεραρχίας. Μη αποδεχόμενος όμως τη θέση αυτή, ζήτησε να τεθεί σε διαθεσιμότητα προκειμένου να μεταβεί στην Ελβετία, αίτημα που έγινε αποδεκτό.
Επιστρέφοντας από την Ελβετία και αφού ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία το 1921, τον Απρίλιο του 1922 ανέλαβε Διοικητής της Στρατιάς Θράκης και τον Μάιο του 1922 Διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ύστερα από την οικειοθελή αποχώρηση του αρχιστράτηγου Αναστασίου Παπούλα, στις 25 Μαΐου του 1922. Μάλιστα για τη θέση αυτή προτάθηκε από τον ίδιο τον Παπούλα, ο οποίος, στην επιστολή παραίτησης που απέστειλε τον πρότεινε ως αντικαταστάτη του, καθώς ο δεύτερος προταθείς, Βίκτωρ Δούσμανης δεν έχαιρε της έγκρισης της κυβέρνησης του Δημητρίου Γούναρη. Η τοποθέτησή του στην αρχηγία του μικρασιατικού μετώπου προκάλεσε τις αντιδράσεις μερίδας των αξιωματικών. Ο Χατζανέστης ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του στη Σμύρνη στις 5 Ιουνίου 1922, ορίζοντας ως επικεφαλής του επιτελείου του, τον υποστράτηγο Γεώργιο Βαλέτα και υπαρχηγό το διευθυντή του ΙΙΙ Γραφείου της Στρατιάς, συνταγματάρχη πεζικού, Μιχαήλ Πάσσαρη.
Ο Χατζανέστης όχι μόνο κακώς επελέγη από την Κυβέρνηση ως αρχιστράτηγος της Μικρασιατικής εκστρατείας, αλλά κακώς και ο ίδιος αποδέχθηκε τη θέση αυτή, τη συγκεκριμένη στιγμή και τούτο για τους εξής λόγους:
α. Ο Χατζανέστης όχι μόνο δεν ήταν μπαρουτοκαπνισμένος, αλλά ούτε καν καπνισμένος.
β. Δεν είχε υπηρετήσει σε καμία μάχιμο μονάδα εκτός από μία πυροβολαρχία ως λοχαγός, δηλαδή μάλλον δεν είχε φορέσει άρβυλα.
γ. Τον διέκρινε πνεύμα εξαιρετικής αυστηρότητας που υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια του πρέποντος και της αντοχής.
ε. Αποτέλεσμα αυτής της πολύ αυστηρής συμπεριφοράς του ήταν η εναντίον του εκδήλωση στάσης στη Μεραρχία του, με κίνδυνο διάλυσής της.
στ. Άλλωστε το όλο παρουσιαστικό του δεν ενέπνεε ούτε ενθουσιασμό ούτε εμπιστοσύνη στους στρατιώτες.
ζ. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η έκδοση σχετικής διαταγής μετάθεσης και η τοποθέτησή του στην θέση του διοικητή της 15ης μεραρχίας.
η. Το 1915 παρητήθη και ανακλήθηκε στην υπηρεσία μετά από 7 χρόνια, στις 25 Μαΐου 1922, οπότε είχε ξεχάσει από ποιο μέρος πιάνουνε το όπλο.
θ. Στις 5 Ιουνίου ανέλαβε την αρχιστρατηγία της Μικρασιατικής εκστρατείας μέχρι τις 28 Αυγούστου 1922. Δηλαδή διετέλεσε διοικητής Στρατιάς 84 ημέρες.
ι. Δεν είχε το γνώθι σ’ αυτόν. Διότι αν γνώριζε τα προσόντα του θα αρνείτο να αναλάβει τη θέση αυτή. Που πας ξυπόλητος ρε Καραμήτρο και με το στρατό εξουθενωμένο;
ια. Διοικούσε τη Στρατιά από τη Σμύρνη.
Η καταδίκη του
Η καταδίκη του με τη θανατική ποινή ήταν, αφ’ ενός μεν επαχθεστάτη, αφ’ ετέρου δε κατάφωρα άδικη για τους εξής λόγους:
α. Χρεώθηκε τα λάθη όλων των προηγουμένων του και της Κυβερνήσεως, διότι τι θα μπορούσε να κάνει σε 80 ημέρες με μια εξουθενωμένη και υπό διάλυση Στρατιά;
β. Ο Παπούλας, αν και τον είχε προτείνει να του αναθέσουν τη Στρατιά, στο δικαστήριο του φόρτωσε τα δικά του λάθη και καταδικάστηκε.
γ. Κατά τη γνώμη μου δικαίως καταδικάσθηκε διότι, αφ’ ενός μεν δεν είχε το γνώθι σ’ αυτόν, αφ’ ετέρου δε ανέλαβε την αρχηγίαν χωρίς να μελετήσει την κατάσταση της Στρατιάς και την εν γένει τακτική κατάσταση στο πεδίο των τακτικών επιχειρήσεων.
δ. Μωραίνει κύριος όν βούλεται απολέσαι. Συνεπώς πάσχων από το σύνδρομο του αρχηγού αυτοκαταδικάσθηκε.
ε. Αν ήμουνα πρόεδρος του Δικαστηρίου θα τον απάλλασσα βεβαίως, λόγω βλακείας.
Υ.Γ.: Ο Χατζανέστης είχε μια αδελφή καλλονή, την Αικατερίνη. Είχε παντρευτεί τον Άγγλο Λόρδο Εδουέρδω Λω, εξ ού και έμεινε γνωστή ως ΛαίδηΛω.
Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια από την Αγγλία να μην εκτελεσθεί ο Χατζανέστης. Βεβαίως εστάλη μήνυμα να μην εκτελεσθεί, αλλά το μήνυμα καθυστέρησε και έτσι ο Πλαστήρας με τη πρεμούρα που τον διακατείχε σε όλη την διαδικασία είχε προλάβει να τους εκτελέσει πριν πάρει το μήνυμα.
Ο tempora o mores
Όσον αφορά τον μαύρο καβαλάρη θα σας τον ξασπρίσω σε κάποιο επόμενο αιρετικό.
O αιρετικός
Γελάμε; (όποιος θέλει κλαίει…)
Τι ζητάς κι’ εσύ ρε Γκάτσο τώρα…
Αυτά επί κορονοϊού. Απλώς για να μη ξεχνάμε διότι ποτέ δεν ξέρεις
Σωστά…
…μέσα από την καρδιά μου